άλωση της Πόλης από τους Φράγκους υπέσκαψε τα θεμέλια του βυζαντινού κράτους. Μπορεί ο εχθρός εξ Ανατολών να έδωσε το τελικό χτύπημα, αλλά η αρχή του τέλους είχε ξεκινήσει από τη Δύση.
Ωστόσο, στο χώρο των γραμμάτων η περίοδος σφραγίζεται από την πνευματική αναγέννηση της δυναστείας των Παλαιολόγων. Πρόκειται για μια έντονη πνευματική και συγγραφική δραστηριότητα που αναπτύσσεται σε κύκλους λογίων, συνήθως γύρω από εξαιρετικά μορφωμένους ιεράρχες ή αυτοκρατορικούς αξιωματούχους (Θεόδωρος Μετοχίτης). Οι λόγιοι αυτοί προέρχονται κατά κανόνα από τις τάξεις της φεουδαρχικής αριστοκρατίας που διαμορφώνεται στο λατινοκρατούμενο Βυζάντιο. (Λατίνους ονόμαζαν οι Βυζαντινοί τα δυτικά έθνη.) Πολυΐστορες, με ποικίλα ενδιαφέροντα, προοιωνίζουν το homo universalis της Αναγέννησης. Έχουν άμεση σχέση με το βυζαντινό αυτοκράτορα είτε ως αξιωματούχοι του αυλικού περιβάλλοντος είτε ως ανώτεροι κληρικοί.
Ανάμεσα στα πολλά συγγράμματά τους (φιλολογικά, θεολογικά, επιστολές, εγχειρίδια φυσικών επιστημών), τα ιστορικά έργα τους επικεντρώνονται σε θέματα της εποχής τους, στα οποία οι ίδιοι έχουν συνήθως ενεργό ρόλο. Έτσι, η ιστοριογραφία ρέπει περισσότερο προς τη μορφή των απομνημονευμάτων. Η εμβριθής κλασική παιδεία τους δίνει το στίγμα της κλασικίζουσας ιστοριογραφικής παράδοσης που συνεχίζουν. Στην κατηγορία αυτή των λόγιων ιστορικών ανήκει ο Γεώργιος Ακροπολίτης, ο Γεώργιος Παχυμέρης, ο Νικηφόρος Γρηγοράς και ο αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός.
Ιδιαίτερη κατηγορία της περιόδου αυτής αποτελούν οι ιστορικοί της Άλωσης, που κατέγραψαν από προσωπική ή έμμεση μαρτυρία τα γεγονότα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους. Αποτελούν μια μείξη δύο παραδόσεων, της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας και της χρονογραφίας. Συνυπάρχει η οικουμενική συνείδηση της ιστορίας αλλά και η προσπάθεια αντικειμενικής κρίσης, ερμηνείας των γεγονότων και απόδοσης ευθυνών από μέρους των ιστορικών. Οι κυριότεροι ελληνόφωνοι συγγραφείς της Άλωσης είναι ο Δούκας, ο Γεώργιος Σφραντζής, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και ο Κριτόβουλος Ίμβριος.

Δούκας (περ. 1400-1470), Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, 40.9-41.2, μετάφραση Β. Καράλης.
Και έβλεπες ολόκληρη την Πόλη στις σκηνές του στρατοπέδου, μια πόλη έρημη, ξαπλωμένη, ξεγυμνωμένη, βουβή, παραμορφωμένη, άσχημη. Ω, Πόλη, Πόλη, κεφαλή των πόλεων όλων. Ω, Πόλη, Πόλη, καύχημα των χριστιανών και αφανισμός των βαρβάρων. Ω, Πόλη, Πόλη, καινούργια παράδεισος που βλάστησες στη Δύση, γεμάτη φυτά μολύμορφα, καρπών πνευματικών. Πού είναι η ομορφιά σου, Παράδεισέ μου; Πού είναι η ευεργετική ψυχή και σώμα; Πού βρίσκονται τα σώματα των Αποστόλων του Κυρίου που είχαν αιώνες φυτευτεί στον αμάραντο παράδεισο, που είχαν στη μέση τους το πορφυρό ιμάτιο, τη λόγχη, το σπόγγο, τον κάλαμο, που σαν τα ασπαζόμαστε, φανταζόμαστε ότι αντικρίζαμε τον ίδιο τον Εσταυρωμένο;

Γεώργιος Σφραντζής (1401-περ. 1478), Chronicon Minus, μετάφραση Γ. Κουτσουνέλος.