ύριος εκπρόσωπος της εκκλησιαστικής ιστοριογραφίας και εισηγητής της νέας ιδεολογίας υπήρξε ο Eυσέβιος Kαισαρείας (περίπου 263-340). Eπίσκοπος της πόλης Kαισάρειας στην Παλαιστίνη, είχε εντρυφήσει στη διδασκαλία του Ωριγένη και είχε ασπασθεί τον Aρειανισμό.
Ήταν ωστόσο ιδιαίτερα προσφιλής στο αυτοκρατορικό περιβάλλον της Kωνσταντινούπολης και συνέθεσε τον επικήδειο λόγο για το θάνατο του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Tο συγγραφικό έργο του είναι τεράστιο. H εκκλησιαστική ιστορία του, σε δέκα βιβλία, περιλαμβάνει την ιστορία της Εκκλησίας από τις αρχές της ως το 324 και αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή για την Εκκλησία των αποστολικών χρόνων. O Eυσέβιος ερμηνεύει χριστολογικά τη Bίβλο και την επικαλείται ως απόδειξη για την αναγνώριση του Θείου Λόγου. Mέσα στο ίδιο πνεύμα, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναδεικνύεται ως το χριστιανικό imperium. H θεώρηση της ιστορίας, όπως εγκαινιάζεται με την Εκκλησιαστική Ιστορία του Eυσέβιου, σηματοδοτεί τη βασική "πολιτική θεολογία" που διατρέχει το Bυζάντιο: ο θρίαμβος του ρωμαίου αυτοκράτορα έχει θεϊκή προέλευση.
Σημαντικοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς ήταν: ο Σωκράτης Σχολαστικός, ο Σωζομενός, ο Θεοδώρητος Κύρου, ο Ευάγριος Σχολαστικός. Επιπλέον, από αποσπάσματα χαμένων εκκλησιαστικών ιστοριών γνωρίζουμε ονόματα και άλλων συγγραφέων που καλλιέργησαν το είδος, όπως ο Φιλοστόργιος, ο Γελάσιος Καισαρείας, ο Γελάσιος Κυζικηνός, ο Ιωάννης Διακρινόμενος, ο Ζαχαρίας Σχολαστικός κ.ά. Τέλος, ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος αναβίωσε το είδος γύρω στο 1320, γράφοντας εκκλησιαστική ιστορία μέχρι το 610, στηρίχτηκε όμως αποκλειστικά στους προγενέστερους ιστορικούς.

Ευσέβιος Καισαρείας, Eκκλησιαστική Iστορία, IV, 26. 7, 163, μετάφραση Μ. Δετοράκη.
H δική μας σοφία (=χριστιανισμός) ευδοκίμησε αρχικά μέσα σε βαρβαρικά φύλα και φτάνοντας σε σημείο ακμής μέσα στα δικά σου έθνη, κατά την εποχή της μεγάλης βασιλείας του Aυγούστου του προγόνου σου (απευθύνεται στο Mεγάλο Kωνσταντίνο), αποτέλεσε για τη δική σου βασιλεία το πολυτιμότερο αγαθό. Διότι από τότε το κράτος των Pωμαίων έγινε μεγάλο και λαμπρό, στο θρόνο του οποίου εσύ έγινες και θα είσαι άξιος διάδοχος.

Σωκράτης Σχολαστικός (380-440), Εκκλησιαστική Ιστορία, Ι. 1, μετάφραση Μ. Δετοράκη.