Βυζαντινή Αυτοκρατορία θεωρείται ότι αρχίζει με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, το 324 μ.Χ., και παύει να υπάρχει το 1453, όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν την Πόλη. Πρόκειται οπωσδήποτε για μια πολυεθνική αυτοκρατορία με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο. Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο τοποθετείται και η βυζαντινή λογοτεχνία, στην οποία συμβατικά περιλαμβάνονται τα λογοτεχνικά δημιουργήματα μόνο στην ελληνική γλώσσα που γράφτηκαν από τον 4ο έως και το 15ο αιώνα.
Όπως το Βυζάντιο προβάλλει ως όψιμο στάδιο της Ύστερης Αρχαιότητας χωρίς ορατά τα σημεία τομής από αυτήν, κατά τον ίδιο τρόπο και η λογοτεχνία του συνέχισε να ακολουθεί και να καλλιεργεί αδιάλειπτα τα λογοτεχνικά είδη και τα πρότυπα της Αρχαιότητας, ενώ παράλληλα δημιούργησε καινούργια, που εξέφραζαν και υπηρετούσαν τις νέες πνευματικές ανάγκες. Η αγιολογία και η υμνογραφία, για παράδειγμα, είναι δύο νέα είδη που γνώρισαν μεγάλη άνθηση στο Βυζάντιο, δημιουργήματα της εξάπλωσης του χριστιανισμού και των λατρευτικών αναγκών της νέας θρησκείας. Η ιστοριογραφία, η ρητορική, η επιστολογραφία, η κοσμική ποίηση, που επίσης καλλιεργήθηκαν συστηματικά και αδιάκοπα, στηρίχτηκαν σε κλασικά πρότυπα. Αν όμως ο σύγχρονος αναγνώστης θεωρεί ύψιστη αρετή ενός λογοτεχνικού έργου την πρωτοτυπία, οι βυζαντινοί συγγραφείς αντίθετα δεν επιδίωκαν να δείξουν την προσωπική τους επινοητικότητα, αλλά να ακολουθήσουν όσο το δυνατόν πιο πιστά ένα δεδομένο πρότυπο και τους κανόνες του λογοτεχνικού είδους.
Παραδοσιακά η βυζαντινή λογοτεχνία, με κριτήριο τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένα τα κείμενα, διακρίνεται σε λόγια και δημώδη. Το πρόβλημα της διγλωσσίας ανάγεται στην Ύστερη Αρχαιότητα, όταν εξαφανίζεται η προσωδιακή προφορά και απλοποιείται η ελληνική, καθώς γίνεται γλώσσα διεθνούς επικοινωνίας. Ωστόσο, οι κλασικοί φιλόλογοι της εποχής επέμειναν να γράφουν στην αρχαία αττική διάλεκτο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας πάλι επέλεξαν να γράφουν στην ομιλούμενη γλώσσα της εποχής τους, την ελληνιστική κοινή. Οι βυζαντινοί συγγραφείς κληρονόμησαν την παράδοση και συνέχισαν να γράφουν σε αττικίζουσα γλώσσα ορισμένα λογοτεχνικά είδη, ως επί το πλείστον εκείνα που είχαν τις καταβολές τους στην αρχαία λογοτεχνία, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η ελληνιστική κοινή, η γλώσσα της Αγίας Γραφής και των λειτουργικών βιβλίων, πρόσφερε μια αποδεκτή λύση. Με το πέρασμα του χρόνου όμως και αυτή η γλώσσα απομακρύνεται από την ομιλουμένη. Από το 12ο αιώνα και εξής εμφανίζεται και λογοτεχνία γραμμένη στη δημώδη.
H γλώσσα όμως δεν είναι μοναδικό κριτήριο για την κατάταξη ενός έργου ή ενός συγγραφέα. Στο ίδιο κείμενο μπορεί να συνυπάρχουν λόγια και δημώδη στοιχεία και ο ίδιος συγγραφέας να γράφει έργα και στη δημώδη και στη λόγια γλώσσα. Το ίδιο θεματικό υλικό συχνά καταγράφεται και στη δημώδη και στη λόγια γλώσσα. Η βυζαντινή λογοτεχνία, επομένως, είναι ενιαία και η διάκριση σε δημώδη και λόγια είναι συμβατική.