πατήστε για μεγέθυνση

 

 

 

 

Nομικό σύστημα και απονομή δικαιοσύνης

Την άσκηση της δικαιοσύνης στο πριγκιπάτο τελούσαν οι τοπικές διοικητικές αρχές. Επί Βιλλεαρδουίνων τις διαφορές μεταξύ των ευγενών εκδίκαζε η "μεγάλη κούρτη", όπου συμμετείχε ο πρίγκιπας και οι υποτελείς των εξαρτημένων περιοχών, όπως οι βαρόνοι και ο δούκας των Αθηνών, της Νάξου, της Εύβοιας, της Βοδονίτσας, της Κεφαλλονιάς. Στο εσωτερικό κάθε βαρονίας λειτουργούσε η "μικρή κούρτη" για την επίλυση θεμάτων των υποτελών τους.

Οι Ασσίζες της Ρωμανίας ήταν ο φεουδαρχικός κώδικας της Πελοποννήσου που αποτελούνταν από 219 άρθρα, τα οποία καθόριζαν τις νομικές σχέσεις μεταξύ παροίκων και κυρίων, όπως και τις υποχρεώσεις των υποτελών και του πρίγκιπα. Ο πλήρης τίτλος ήταν Liber Consuetudinum imperii Romaniae και πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1785 από τον Paolo Canciani στο Barbarorum leges antiquae cum notis et glossariis. Η επίσημη κωδικοποίηση έγινε το 1453 από τη Βενετία και στηρίχθηκε σε προγενέστερα κείμενα του 13ου και στην προφορική παράδοση. Η διαμόρφωσή τους δημιουργεί ερωτήματα, αν δηλαδή επηρεάστηκαν από τις Ασσίζες των Ιεροσολύμων (κώδικας του Γοδοφρείδου Βouillon τo 1099) ή αν αναπτύχθηκαν παράλληλα με αυτές χωρίς αλληλεπιδράσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εφαρμογής των Ασσιζών στο πριγκιπάτο, κατά το 13ο αιώνα, και καταγραφής ορισμένων άρθρων (βιβλίο) αποτελεί η δίκη της Μαργαρίτας του Πασσαβά το 1276, η οποία περιγράφεται με λεπτομέρειες στο Χρονικό του Μορέως στους στ. 7301-7752 και δίνει χαρακτηριστικά στοιχεία του φεουδαρχικού δικαίου. Συγκεκριμένα η Μαργαρίτα, κόρη του Ιωάννη de Neuilly βαρόνου του Πασσαβά (πρωτοστράτορας του πριγκιπάτου), είχε σταλεί ως όμηρος (οψίδα) στην Κωνσταντινούπολη, για να ελευθερωθεί ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Β' Βιλλεαρδουίνος, μετά την τρίχρονη αιχμαλωσία του στη μάχη της Πελαγονίας το 1259. Κατά τη διάρκεια της ομηρίας πέθανε ο θείος της Gautier de Rosieres, βαρόνος της Άκοβας, το 1273, και η Μαργαρίτα έμεινε μοναδική κληρονόμος του. Όταν επέστρεψε, διεκδίκησε τη βαρονία του θείου της, αλλά ο πρίγκιπας ισχυρίστηκε ότι την είχε χάσει, διότι είχε περάσει το καθορισμένο διάστημα (τέρμενα).

Σύμφωνα με την Ασσίζη άρθρ. 36 η διεκδίκηση της κληρονομιάς έπρεπε να γίνει εντός 40 ημερών, αν ο φεουδάρχης ήταν στο πριγκιπάτο, αλλιώς χάνονταν τα ετήσια εισοδήματα. Αν πάλι ο κληρονόμος καθυστερούσε να παρουσιαστεί περισσότερο από ένα χρόνο και μια μέρα ή δύο χρόνια και δύο μέρες, σε περίπτωση που βρισκόταν εκτός πριγκιπάτου, η περιουσία επέστρεφε στον πρίγκιπα. Η Μαργαρίτα διαφώνησε, διότι ο λόγος που δε διεκδίκησε έγκαιρα την κληρονομιά ήταν δίκαιος και νόμιμος και συγκροτήθηκε η κούρτη, η οποία αποφάσισε ότι η Μαργαρίτα δε δικαιούται την κληρονομιά, επειδή είχε περάσει η νόμιμη προθεσμία, ενώ από την άλλη ως υποτελής είχε υποχρέωση να υπηρετεί τον πρίγκιπα (ως όμηρος, Ασσίζη άρθρ. 15, 17). Από γενναιοδωρία ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Β' τής παραχώρησε το 1/3 της βαρονίας της Άκοβας ως "νέο δόμα" (στ. 7692) και τα υπόλοιπα 2/3 τα έδωσε ως "γονικό" (στ. 7748) στη δευτερότοκη κόρη του Μαργαρίτα.