H οργάνωση και ο συντονισμός των πολεμικών επιχειρήσεων επέβαλαν από τις απαρχές της Επανάστασης την ανάγκη συγκρότησης επιμελητείας, ώστε να εξασφαλίζονται όπλα, πολεμοφόδια, τρόφιμα και μισθοί για τους ενόπλους. Αρχικά οι ανάγκες αυτές καλύπτονταν σε επαρχιακό επίπεδο, σύντομα όμως κινήθηκαν οι διαδικασίες για την οργάνωση των οικονομικών της κεντρικής Διοίκησης μέσα από τυπικές λειτουργίες (προϋπολογισμός εσόδων-εξόδων, λογιστικό σύστημα, μηχανισμοί εισπράξεων και διαχείρησης των πόρων κτλ.). Η αρχή έγινε στην Α' Εθνοσυνέλευση (1822), ωστόσο ο κεντρικός έλεγχος των οικονομικών πόρων και η διαχείρισή τους με ορθολογικό τρόπο δε φαίνεται να συμβαίνει παρά μόνο κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828-31).

Τα χρηματικά ποσά που είχαν συγκεντρωθεί αρχικά από τη Φιλική Εταιρεία, οι σποραδικές εισφορές των φιλελληνικών κομιτάτων καθώς και χρήματα που συγκεντρώνονταν στις ελληνικές παροικίες ήταν ασφαλώς σημαντικά, δεν μπορούσαν ωστόσο να καλύψουν παρά ένα μικρό μέρος των χρημάτων που χρειάζονταν για τη συνέχιση της επανάστασης. Έτσι, οι οικονομικές ανάγκες καλύφθηκαν ιδίως με πόρους από τις επαναστατημένες περιοχές. Οι εισφορές των προυχοντικών οικογενειών στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου ήταν σημαντικές. Οι ίδιες οικογένειες που στην Οθωμανική περίοδο ήταν υπεύθυνες για τη συγκέντρωση των φόρων στις περιοχές τους και την επίδοσή τους στις οθωμανικές αρχές και επιπλέον εμπλέκονταν στους μηχανισμούς υπενοικίασης των φόρων αυτών συνέχισαν και στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης τη δραστηριότητά τους αυτή.

Έτσι, οικονομικοί θεσμοί και μηχανισμοί της Οθωμανικής περιόδου διατηρήθηκαν στα χρόνια της επανάστασης, όπως ο φόρος της δεκάτης και το σύστημα υπενοικίασης των φόρων. Παράλληλα έγινε προσπάθεια για τη συγκέντρωση των τελωνειακών φόρων. Τα έσοδα αυτά, τα οποία προέρχονταν από την Πελοπόννησο κατά πρώτο λόγο και δευτερευόντως από τα νησιά του Αιγαίου, αποτέλεσαν τη βασικότερη πηγή για τη χρηματοδότηση της επανάστασης, ιδίως μέχρι το 1824. Ωστόσο, οι πόροι από την άμεση και την έμμεση φορολογία ήταν χαμηλοί, αφού ο πόλεμος δεν επέτρεπε ιδιαίτερη ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εμπορίου. Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση και η επίδοση των φόρων αυτών στηρίζονταν μάλλον στην καλή διάθεση των ενοικιαστών και των υπενοικιαστών παρά στην αποτελεσματικότητα των μηχανισμών είσπραξης της κεντρικής διοίκησης. Συμπληρωματικό έσοδο αποτέλεσε και ένα ποσοστό από τα πολεμικά λάφυρα, το μοίρασμα των οποίων αποτέλεσε συχνά αντικείμενο σύγκρουσης μεταξύ των διάφορων αρχηγών.

Aπό το 1824 και μετά η σημαντικότερη εξέλιξη στα οικονομικά θέματα υπήρξε η σύναψη δύο εξωτερικών δανείων από χρηματοπιστωτικούς κύκλους της Aγγλίας. Oι όροι της αποπληρωμής τους ήταν εξαιρετικά αρνητικοί, ενώ παράλληλα υποθηκεύτηκαν τα Eθνικά Kτήματα, οι οθωμανικές δηλαδή ιδιοκτησίες που πέρασαν στα χέρια των επαναστατών, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα να αποκατασταθούν οι αγωνιστές και γενικότερα οι ακτήμονες αγρότες. Tο σημαντικότερο όμως σημείο αναφορικά με τα εξωτερικά δάνεια δε συνδέεται τόσο με τα οικονομικά θέματα αλλά με την εξωτερική πολιτική. Η ανεπίσημη συγκατάβαση της αγγλικής κυβέρνησης στη χορήγηση των δανείων σήμαινε την εκ των πραγμάτων αναγνώριση της πολιτικής ύπαρξης των Ελλήνων και της δυνατότητάς τους να συγκροτήσουν μελλοντικά κράτος, το οποίο θα μπορούσε να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά.