Από το 1822 και μετά φάνηκε ότι η Επανάσταση επικρατούσε στην Πελοπόννησο, τη Δυτική και την Ανατολική Στερεά καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τις περιοχές αυτές που δέκα περίπου χρόνια αργότερα θα αποτελούσαν σε γενικές γραμμές την επικράτεια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η Πελοπόννησος αποτέλεσε αναμφίβολα το κέντρο της επανάστασης. Πολύ γρήγορα το μεγαλύτερο μέρος της τέθηκε υπό τον έλεγχο των επαναστατών, ιδίως μετά τις σημαντικές επιτυχίες ενάντια στο Δράμαλη το καλοκαίρι του 1822. Ο έλεγχος αυτός διατηρήθηκε έως το 1825, οπότε η αποβίβαση των στρατιωτικών δυνάμεων του Ιμπραήμ προκάλεσε σημαντικούς κινδύνους για την επιβίωση της επανάστασης στο Μοριά. Οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν έως το 1827 να διατηρήσουν ορισμένες εστίες αντίστασης, ενώ η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων το καλοκαίρι του 1827 (ναυμαχία Ναβαρίνου) επικύρωσε το γεγονός ότι η Πελοπόννησος θα αποτελούσε την εδαφική βάση του μελλοντικού ελληνικού κράτους. Τα νησιά του Αιγαίου και ιδίως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Σάμος αποτέλεσαν σημαντικές επαναστατικές εστίες προσφέροντας πλοία, χρήματα και έμπειρα πληρώματα. Παρότι οι επιχειρήσεις των Οθωμανών επικεντρώθηκαν στην καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούμελη, τα νησιά αποτέλεσαν συχνά στόχο του οθωμανικού στόλου, με καταστροφικά κάποτε για τα νησιά αποτελέσματα (Χίος 1822, Κάσος και Ψαρά 1824).

Η Ρούμελη τέλος αποτέλεσε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων. Στα πρώτα χρόνια (1821-24) οι επαρχίες της Ανατολικής και της Δυτικής Ρούμελης ελέγχονταν διαδοχικά πότε από τους Οθωμανούς και πότε από τους επαναστάτες. Σταδιακά ωστόσο η επανάσταση περιορίστηκε στην οχυρή πόλη του Μεσολογγίου στα δυτικά και στο κάστρο των Αθηνών (Ακρόπολη) στα ανατολικά. Η πτώση του Μεσολογγίου (1826) και της Ακρόπολης (1827) ύστερα από πολύμηνες πολιορκίες είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη Ρούμελη. Ωστόσο, μετά τη ναυμαχία στο Nαβαρίνο πραγματοποιήθηκαν επιχειρήσεις ανακατάληψης των επαρχίων της Δ. και της Α. Στερεάς (1828-29). Oι επιχειρήσεις αυτές τερματίστηκαν με επιτυχία, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγματευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς στο ζήτημα των συνόρων του ελληνικού κράτους.