Στις περιοχές που αποτέλεσαν το βασικό πυρήνα της Επανάστασης οι προεστοί, ο κλήρος και οι άνθρωποι των όπλων υπήρξαν οι ηγετικές ομάδες κατά την προεπαναστατική περίοδο. Οι συνθήκες κοινοτικής αυτοδιοίκησης, λιγότερο ή περισσότερο διευρυμένης ανά περίπτωση, που εξασφάλιζε το οθωμανικό διοικητικό σύστημα οδήγησε σε περιοχές που πληθυσμιακά υπερτερούσε συντριπτικά το ελληνικό/χριστιανικό στοιχείο στην οικονομική ευρωστία και την κοινωνικο-πολιτική ανάδειξη της κοινοτικής ηγεσίας. Οι κοινοτικοί άρχοντες διεκπεραίωναν τις οικονομικές υποχρεώσεις των κοινοτήτων και διαμεσολαβούσαν στην επικοινωνία τους με την οθωμανική διοίκηση. Οι ισχυρότεροι από αυτούς, οι προεστοί, οι πρόκριτοι, οι προύχοντες ή οι κοτζαμπάσηδες όπως τους αποκαλούσαν, συμμετείχαν σε επαρχιακά διοικητικά όργανα με συμβουλευτικό χαρακτήρα. Ο ρόλος τους επέτρεπε τη συμμετοχή τους στους φοροδοτικούς μηχανισμούς (υπενοικιάσεις φόρων), δραστηριότητα που τους επέφερε μεγάλα κέρδη. Σε ορισμένες περιπτώσεις όπως στην Πελοπόννησο συμμετείχαν σε συμβουλευτικά όργανα της περιφερειακής διοίκησης (πασαλίκι), αποκτώντας περιουσία (συνήθως γη), κοινωνική επιρροή και πολιτική δύναμη. Τέτοιες ήταν οι οικογένειες Σισίνη από τη Γαστούνη, Λόντου από το Αίγιο, Ζαΐμη και Χαραλάμπη από τα Καλάβρυτα και Δεληγιάννη από την Καρύταινα, οι οποίες βρέθηκαν από τις αρχές της επανάστασης επικεφαλής των περιοχών τους και υπήρξαν πρωταγωνιστές στις πολιτικές διαμάχες και συγκρούσεις ως το 1833.

Συμπρωταγωνιστές των μοραϊτών προυχόντων, άλλοτε ως σύμμαχοι κι άλλοτε ως αντίμαχοι, υπήρξαν οι ισχυρές οικογένειες προυχόντων των νησιών του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων. Τα ειδικά προνόμια και το διευρυμένο σε σχέση με άλλες περιοχές σύστημα κοινοτικής αυτοδιοίκησης επέτρεψε στην κοινοτική ηγεσία των νησιών να αποκτήσει κοινωνικοπολιτική δύναμη παρόμοια με εκείνη των Πελοποννήσιων. Εμπλέκονταν κι αυτοί στους φοροδοτικούς μηχανισμούς, τα κέρδη τους ωστόσο δεν επενδύονταν στη γη αλλά σε πλοία. Η ναυτιλία και το εμπόριο υπήρξαν κατά το 18ο αιώνα επικερδείς δραστηριότητες, ιδίως για νησιά όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, όπου κυριαρχούσαν οι οικογένειες Κουντουριώτη και Μποτάση αντίστοιχα. Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και ο αποκλεισμός που επέβαλε η Αγγλία στους θαλάσσιους δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου αποδείχτηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τους νησιώτες προύχοντες και καραβοκυραίους. Τα πλοία τους συμπεριέλαβαν την άρση του ναυτικού αποκλεισμού και την πειρατεία στις συνήθεις ναυτιλιακές και εμπορικές τους δραστηριότητες, οδηγημένα από τολμηρούς καπετάνιους όπως ο Μιαούλης.

Ηγετική ήταν και η παρουσία του ανώτερου κλήρου. Οι κοσμικές εξουσίες με τις οποίες είχε περιβληθεί ο Πατριάρχης, ο οποίος στο οθωμανικό σύστημα λειτουργούσε ως ηγέτης των κατακτημένων ορθόδοξων χριστιανών, έφτανε και στο επίπεδο της επαρχιακής διοίκησης με τη συμμετοχή αρχιερέων σε επαρχιακά και περιφερειακά συμβουλευτικά όργανα. Αρχιερείς όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Βρεσθένης Θεοδώρητος πρωταγωνίστησαν πολιτικά ιδίως στα δύο τρία πρώτα χρόνια της επανάστασης. Η πολιτική σημασία του κλήρου ατόνισε σταδιακά, ιδίως μετά την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την υπαγωγή της στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας.