Με δυο κυρίως τρόπους εκφράστηκε το ρεύμα του φιλελληνισμού στις ευρωπαϊκές χώρες. Συστήθηκαν κομιτάτα, επιτροπές προπαγάνδισης και ενίσχυσης της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ οργανώθηκαν αρκετές αποστολές εθελοντών, οι οποίοι έσπευσαν να πολεμήσουν στο πλευρό των ελλήνων επαναστατών. Αν και ο αριθμός τους δεν είναι με ακρίβεια γνωστός, υπολογίζεται ότι περισσότεροι από χίλιοι προσήλθαν στις επαναστατημένες περιοχές. Από αυτούς περίπου το ένα τρίτο δε γύρισε πίσω. Οι περισσότεροι έφτασαν τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης, ενώ ένα δεύτερο κύμα εθελοντών προκάλεσε η εγκατάσταση και ο θάνατος του λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι (1824). Μεταξύ αυτών βρέθηκαν άνθρωποι με διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά, μορφωτικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Στην πλειονότητά τους ωστόσο ήταν παλαίμαχοι στρατιώτες και αξιωματικοί των Ναπολεόντειων πολέμων που αναζητούσαν δόξα και πλούτο σε περιφερειακές συγκρούσεις είτε γιατί από το 1815 και μετά βρέθηκαν χωρίς απασχόληση είτε γιατί είχαν τεθεί σε δυσμένεια εξαιτίας των πολιτικών τους ιδεών. Ο σκωτσέτζος συνταγματάρχης Γκόρντον (Τ. Gordon) και ο αξιωματικός του ναυτικού Άστιγξ (Fr. Hastings) είναι μερικοί από αυτούς. Πολλοί πέθαναν, άλλοι έφυγαν απογοητευμένοι, κάποιοι ξαναγύρισαν. Δεν έλειψαν τέλος εκείνοι που άλλαξαν στρατόπεδο και επέστρεψαν στις επαναστατημένες περιοχές με διαφορετικούς σκοπούς αλλά για τους ίδιους λόγους. Πλάι στους επαγγελματίες του πολέμου βρέθηκαν και άλλοι που τα κίνητρά τους ήταν εντελώς διαφορετικά. Ήταν άνθρωποι που αγωνίζονταν για έναν κόσμο κοινωνικά και πολιτικά δικαιότερο. Aπό ανθρώπους σαν το λόρδο Μπάιρον και τον Στάνχοπ (Stanhope) που συμμερίζονταν τις ιδέες του κοινωνικού φιλόσοφου Τζ. Μπένθαμ (Bentham) έως τον περιβόητο ιταλό καρμπονάρο κόμη Σανταρόζα (Santarosa), όλο το φάσμα των φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών ιδεών και των ανατρεπτικών κινημάτων της καθεστηκυίας στην Ευρώπη τάξης πραγμάτων έδωσε το παρόν του στην ελληνική επανάσταση.

Μαθημένοι να δρουν σε διαφορετικά οργανωμένα ένοπλα σώματα και να ακολουθούν άλλες πολεμικές τακτικές, οι ευρωπαίοι εθελοντές μάλλον δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά στα πεδία των μαχών. Παρότι δεν τους έλειψε ο ηρωισμός, βρέθηκαν συχνά εκτεθειμένοι, ανίκανοι να αντιδράσουν στους εφορμούντες οθωμανούς ενόπλους. Στη μάχη στο Πέτα τον Ιούλιο του 1822, μια από τις σοβαρότερες ήττες της ελληνικής πλευράς, το σώμα των εθελοντών καθώς και των Επτανήσιων ήταν τα μόνα που είχαν συντριπτικές απώλειες. Υποτιμούσαν τις ικανότητες των ντόπιων ενόπλων, δε γνώριζαν τον κλεφτοπόλεμο κι ούτε επιθυμούσαν να πολεμούν κατ' αυτόν τον τρόπο. Από την άλλη, γνώρισαν τη δυσπιστία και κάποτε την εχθρότητα των ντόπιων ενόπλων, οι οποίοι δεν ήθελαν να καθορίζουν άλλοι το πώς θα πολεμούν ούτε επιθυμούσαν να καρπωθούν ξένοι τη δόξα και τα πλούσια λάφυρα μιας νίκης. Το κλίμα της δυσπιστίας της μιας πλευράς προς την άλλη γίνεται φανερό, συχνά με δηκτικές παρατηρήσεις, στα απομνημονεύματα που εξέδωσαν αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, ντόπιοι και ξένοι.