Η αποδοκιμασία της Ελληνικής Επανάστασης από τη Ρωσία στο συνέδριο του Λάιμπαχ εγγράφεται στην εναρμόνιση της ρωσικής πολιτικής με την Aρχή της Nομιμότητας που αποτελούσε από το 1815 το βασικό άξονα της διπλωματίας των Μεγάλων Δυνάμεων. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, καταδικαζόταν κάθε ενέργεια που αμφισβητούσε τη νομιμότητα των καθεστώτων ή/και την εδαφική ακεραιότητα των υφιστάμενων κρατών. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα συμφέροντα της Ρωσίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη και οι βλέψεις επί των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ευνοούνταν από την ελληνική επανάσταση. Άλλωστε, η επέμβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε κατοχυρωθεί μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), οπότε η Ρωσία αναγνωρίστηκε ως προστάτιδα των ορθόδοξων χριστιανών που διαβιούσαν στα οθωμανικά εδάφη.

Αφορμή για μια νέα επέμβαση της Ρωσίας στάθηκαν η διαπόμπευση και ο απαγχονισμός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και οι διώξεις κατά των χριστιανών, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Μικράς Ασίας μετά την άνοιξη του 1821. Η ιδιαίτερα αυστηρή διακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη στις αρχές Ιουλίου της χρονιάς αυτής και η διακοπή των ρωσο-οθωμανικών διπλωματικών σχέσεων προκάλεσαν ένταση και πολεμικές προετοιμασίες στις δυο χώρες. Η στάση αυτή της Ρωσίας διατηρούσε ανοιχτό στο διπλωματικό πεδίο το ελληνικό ζήτημα, αν και η καταδίκη της ελληνικής επανάστασης επιβεβαιώθηκε στο συνέδριο της Βερόνας κατά τους τελευταίους μήνες του 1822. Παρά την αποχώρηση του Καποδίστρια τον Αύγουστο του 1822 από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών φαίνεται ότι στους κόλπους της ρωσικής διπλωματίας άρχισε να κερδίζει έδαφος η προοπτική μιας ρύθμισης για την ελληνική υπόθεση παρόμοιας με εκείνη που είχε επιτευχθεί στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Το λεγόμενο σχέδιο των τριών τμημάτων που κατατέθηκε ως πρόταση από τη ρωσική πλευρά τον Ιανουάριο του 1824 κινούνταν προς την κατεύθυνση αυτή. Ήταν η πρώτη πρόταση για τη δημιουργία αυτόνομων ελληνικών κρατικών μορφωμάτων, τα οποία θα ήταν φόρου υποτελή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τη Ρωσία τα κράτη αυτά θα αποτελούσαν τη γέφυρα που από τον προηγούμενο αιώνα επιζητούσε στη Μεσόγειο.

H αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση και ο φόβος για τη δημιουργία ενός ελληνικού κράτους που θα λειτουργούσε ως εκφραστής των ρώσικων συμφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο φαίνεται ότι επέδρασαν στην αναθεώρηση της αγγλικής πολιτικής στο ελληνικό ζήτημα. H αρχική αρνητική στάση της Αγγλίας, η οποία εκφράστηκε ιδιαίτερα από τις αγγλικές αρχές της Ιονίου Πολιτείας, σύντομα μεταστράφηκε με τη σταδιακή υιοθέτηση ευνοϊκότερων θέσεων για την ελληνική πλευρά. Στη μεταστροφή της αγγλικής στάσης συνέτεινε και η ανάδειξη του Γ. Κάνιγκ (G. Cannig) στην κορυφή του αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών τον Αύγουστο του 1822. Τα πρώτα σημάδια της νέας πολιτικής φάνηκαν την άνοιξη του 1823, όταν η Αγγλία αναγνώρισε τους επαναστατημένους Έλληνες ως εμπόλεμο έθνος. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι κατά τους επόμενους μήνες ενθαρρύνθηκαν ανεπίσημα χρηματο-πιστωτικοί κύκλοι στο Λονδίνο να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων (1824, 1825) με την ελληνική Διοίκηση. Τα δάνεια αυτά, για τη σύναψη των οποίων υποθηκεύτηκαν οι εθνικές γαίες, σήμαιναν την έμμεση αναγνώριση ενός εν δυνάμει ελληνικού κράτους, το οποίο μελλοντικά θα αποπλήρωνε τα δάνεια αυτά.

Kοντολογίς, η προώθηση των διαφορετικών και συχνά ανταγωνιστικών οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων των δύο ισχυρών κρατών, της Αγγλίας και της Ρωσίας, κατέτειναν σταδιακά σε ευνοϊκές για την ελληνική πλευρά διπλωματικές κινήσεις. Ιδίως μετά το 1825-1826, οπότε η ελληνική επανάσταση κάμπτεται στο πεδίο των μαχών, οι πρωτοβουλίες των δύο Δυνάμεων, τις οποίες ακολούθησε η Γαλλία όχι όμως η Αυστρία και η Πρωσία, υποχρέωσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί στο τέλος της δεκαετίας του 1820 τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.