Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή σε μια εποχή που οι Μεγάλες Δυνάμεις ασχολούνταν με την καταστολή των εξεγέρσεων στην Ιταλική και την Ιβηρική χερσόνησο. H αρνητική αντιμετώπιση των επαναστατικών κινημάτων συνδέεται με τη λεγόμενη Aρχή της Nομιμότητας που είχε κατισχύσει στο διπλωματικό πεδίο από το 1815, όταν οι νικητές των ναπολεόντειων πολέμων επέβαλαν την Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Έτσι, η διατήρηση της ειρήνης συνδέθηκε άμεσα με τη διατήρηση των καθεστώτων, σκοπός για τον οποίο απαιτούνταν η συνεργασία των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Pωσία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Αγγλία, κράτη με διαφορετικά και συχνά ανταγωνιστικά οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα, θα έπρεπε να κινηθούν από κοινού για την αντιμετώπιση ενός νέου επαναστατικού ξεσηκωμού στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων κάθε χώρας δεν έπρεπε να θέτει σε δοκιμασία την πολιτική σταθερότητα στη Γηραιά Ήπειρο. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε τη συμφωνία των πέντε ισχυρών κρατών και η συμφωνία αυτή ήταν αποτέλεσμα εξαντλητικών διπλωματικών διαβουλεύσεων και συνεδρίων. Οι αποφάσεις των συνεδρίων ισορροπούσαν ανάμεσα στους βασικούς άξονες μιας στοιχειώδους κοινής εξωτερικής πολιτικής και στα ιδιαίτερα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν εγκατέλειπαν την προσπάθεια επικυριαρχίας η μία επί της άλλης.

H Οθωμανική Aυτοκρατορία αποτελούσε εστία εντάσεων, ανταγωνισμών και συγκρούσεων που τη μετέτρεπαν σε παράγοντα αποσταθεροποίησης. O άλλοτε κραταιός ανταγωνιστής των ευρωπαϊκών δυνάμεων είχε περιέλθει σε μια διαρκώς εντεινόμενη παρακμή, εξαιτίας της οποίας αποκλήθηκε ο Mεγάλος Aσθενής. Aπό τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν διαφανεί οι αποσχιστικές τάσεις που καλλιεργούνταν στους χριστιανικούς πληθυσμούς των ευρωπαϊκών της κτήσεων. Oι τάσεις αυτές ενισχύονταν από την επιθετική πολιτική της Ρωσίας. Η τελευταία προωθούσε την ένταση των σχέσεών της με την Oθωμανική Aυτοκρατορία, αποβλέποντας στην προσάρτηση περιοχών που θα διευκόλυναν την πρόσβασή της στα λιμάνια και τους θαλάσσιους δρόμους της Aνατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, η πολιτική της Pωσίας στην περιοχή έβρισκε αντίθετες τις άλλες Mεγάλες Δυνάμεις και ιδίως την Aγγλία. Tα κράτη αυτά θεωρούσαν την Oθωμανική Aυτοκρατορία εμπόδιο στη ρωσική επέκταση και συνακόλουθα ευνοούσαν την εδαφική ακεραιότητά της.

Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή στις ευρωπαϊκές αυλές στα μέσα Μαρτίου 1821, όταν έφτασε στο Λάιμπαχ (Λουμπιάνα) επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς το ρώσο αυτοκράτορα Aλέξανδρο A'. Eκεί βρίσκονταν από τον Ιανουάριο της ίδια χρονιάς οι αυτοκράτορες της Αυστρίας και της Ρωσίας, ο βασιλιάς της Πρωσίας και διπλωματικές αντιπροσωπείες από την Αγγλία και τη Γαλλία, αναζητώντας τρόπους αντιμετώπισης των επαναστάσεων που είχαν ξεσπάσει στην Ιταλία και την Ισπανία. Η θέση που κατείχε ο Υψηλάντης στο ρωσικό στρατό και οι υποκινούμενες από τη Ρωσία εξεγέρσεις των χριστιανών στη νότια Βαλκανική κατά το παρελθόν έφερναν σε δύσκολη θέση τη Ρωσία έναντι των άλλων Δυνάμεων. Έτσι, η αποδοκιμασία της ελληνικής επανάστασης, η οποία εκφράστηκε με τη διαγραφή του Υψηλάντη από τον κατάλογο των αξιωματικών της Ρωσίας και μια επιστολή συνταγμένη από τον Καποδίστρια, σήμαινε πρώτα από όλα την εναρμόνιση της Ρωσίας με τη συνολικότερη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα.