Πηγή απονομής δικαίου στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο ήταν οι αυτοκρατορικές διατάξεις και οι γνωματεύσεις παλαιότερων νομοδιδασκάλων. Ο μεγάλος όμως αριθμός των διατάξεων αυτών και το γεγονός ότι δε συμφωνούσαν πάντα μεταξύ τους είχε καταστήσει ανεπαρκή τη λειτουργία της δικαιοσύνης. Η κατάσταση αυτή είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της τον 5ο αιώνα και ήταν απαραίτητη η κρατική επέμβαση για την καλυτέρευσή της.

Προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β' (408-450) που προώθησε το μεγαλειώδες για την εποχή του έργο της κωδικοποίησης όλων των "διατάξεων" των νόμιμων αυτοκρατόρων από το 312 και εξής. Για το λόγο αυτό ο Θεοδόσιος Β' σύστησε το 435 δεκαεξαμελή επιτροπή που ολοκλήρωσε το έργο μέσα σε τρία χρόνια. Έτσι στις 15 Φεβρουαρίου 438 δημοσιεύτηκε με σύμφωνη γνώμη και του αυτοκράτορα των δυτικών επαρχιών Βαλεντινιανού Γ' ο λεγόμενος "Θεοδοσιανός Κώδικας" (Codex Theodosianus), η ισχύς του οποίου άρχισε από την 1η Ιανουαρίου 439.

Ο "Θεοδοσιανός Κώδικας" αποτελείται από δεκαέξι βιβλία, το καθένα από τα οποία χωρίζεται σε τίτλους και νόμους που αφορούν κυρίως στο ιδιωτικό, στρατιωτικό, ποινικό και εκκλησιαστικό δίκαιο. Παρά τις ατέλειές του, ο "Θεοδοσιανός Κώδικας" μαζί με τις "Νεαρές" που εκδόθηκαν μετά το 438 χρησιμοποιήθηκε μέχρι τη νέα κωδικοποίηση στα χρόνια του Ιουστινιανού Α' (527-565) ως αποκλειστικό μέσο απονομής δικαίου. Αποτελεί το σπουδαιότερο ίσως επίτευγμα της βασιλείας του Θεοδοσίου Β', σημαντική πηγή για τη μελέτη των κοινωνικών συνθηκών της εποχής, ενώ υπήρξε η βάση για τη σύνταξη ανάλογων κωδίκων στα βαρβαρικά κράτη της Δύσης.