Η λέξη "αίρεση" σημαίνει την εκλογή, τη φιλοσοφική αρχή, γνώμη ή σχολή. Μαζί με την αντίθετή της έννοια ("ορθοδοξία") χρησιμοποιούνται ως όροι συμβατικοί. Η "αίρεση" δηλαδή εκφράζει ό,τι αντίκειται στην επίσημη παραδοχή και αναγνώριση, ενώ η "ορθοδοξία" είναι έννοια που ταυτίζεται με τη νομιμότητα. Ως αιρέσεις δηλαδή, χαρακτηρίζονται δογματικές προτάσεις που αναδύθηκαν στην πρώιμη βυζαντινή θεολογική συζήτηση αλλά δεν υιοθετήθηκαν ποτέ από την επίσημη Εκκλησία, ενώ ως ορθόδοξο δόγμα χαρακτηρίζεται αυτό που προέκυπτε από τις τελικές περί ορθών δογμάτων αποφάσεις που λαμβάνονταν στις οικουμενικές συνόδους και που στη συνέχεια συνήθως ενσωματώνονταν στην επίσημη κρατική νομοθεσία.

Η Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος -σίγουρα εν μέρει και λόγω του ότι ήταν περίοδος διαμόρφωσης του χριστιανικού δόγματος- γνώρισε ένα μεγάλο αριθμό ερίδων λόγω θρησκευτικών αιρέσεων, οι οπαδοί των οποίων εξέφραζαν όχι μόνο θρησκευτικές διαφωνίες ή προτιμήσεις αλλά και υποφώσκουσες εθνικές ή κοινωνικές διαφορές. Ως πιο σημαντικές αιρέσεις αναφέρουμε εδώ τα κινήματα του Αρειανισμού, των Πνευματομάχων και του Απολλιναρισμού (4ος αιώνας), του Νεστοριανισμού (5ος αιώνας) και του Μονοφυσιτισμού (5ος και 6ος αιώνας). Οι υποστηρικτές τους βρίσκονταν ως αιρετικές ομάδες στο στόχαστρο τόσο της Εκκλησίας, η οποία επεδίωκε πάση θυσία τη διασφάλιση του ορθού δογματικού περιεχομένου της χριστιανικής θρησκείας, όσο και του κράτους, που ο εφιάλτης του ήταν η διατάραξη της θρησκευτικής ενότητας και οι αποσχιστικές τάσεις τμημάτων του εθνολογικά ανομοιογενούς πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Για την αντιμετώπιση των θρησκευτικών ερίδων που προέρχονταν από τις διασπαστικές κινήσεις των αιρετικών ομάδων, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έκριναν αρμόδιες τις οικουμενικές συνόδους (το ανώτατο, δηλαδή, συλλογικό εκκλησιαστικό όργανο που αποτελούνταν από το σύνολο των κληρικών).