Στα τέλη του 1924 επικράτησε υψηλή ζήτηση συναλλάγματος στην ελληνική αγορά. H Eθνική Tράπεζα προσπάθησε να ικανοποιήσει αυτή την αυξημένη ζήτηση, προχωρώντας στην αύξηση της προσφοράς ξένου νομίσματος, γεγονός που οδήγησε στη μείωση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Aυτή η τάση συνεχίστηκε και κατά το οικονομικό έτος 1925-26. Περιορίστηκε έτσι σημαντικά η δυνατότητα της Εθνικής Τράπεζας να ελέγχει τη νομισματική κυκλοφορία με βάση τα συναλλαγματικά της αποθέματα καθώς και η ικανότητά της να διατηρεί την τιμή του συναλλάγματος σε θεμιτά επίπεδα. Η τιμή άλλωστε της στερλίνας διέγραψε ανοδική πορεία από τον Ιανουάριο 1925, γεγονός που δημιούργησε τάσεις κερδοσκοπίας. H Eθνική Tράπεζα χρησιμοποιώντας ως κάλυμμα τους λογαριασμούς σε στερλίνες της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων προχώρησε το Mάρτιο του 1925 σε έκδοση χαρτονομίσματος. Ενεργούσε έτσι σαν να είχαν περιέλθει στην κατοχή και όχι στη φύλαξη της Εθνικής Tράπεζας οι στερλίνες του δανείου. Η τεχνητή αυτή ενίσχυση των καλυμμάτων της Εθνικής σε ξένο συνάλλαγμα επανέφερε την αξία της στερλίνας τον Απρίλιο του 1925 στις 260 δραχμές από τις 320 στις οποίες είχε φτάσει, όμως η βελτίωση αυτή ήταν μόνο προσωρινή.

Με ειδικά νομοθετικά διατάγματα του Αυγούστου και του Οκτωβρίου 1925 περιορίστηκε η δυνατότητα των τραπεζών να επιδίδονται σε ανεξέλεγκτες αγοραπωλησίες ξένου νομίσματος. Η πτώση όμως της αξίας της δραχμής συνεχίστηκε. Στις 31 Δεκεμβρίου 1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 375 δραχμές και η κυκλοφορία έφτασε τα 5.339.000.000 δραχμές έναντι 4.896.000.000 του Δεκεμβρίου 1924. Η πτώση της αξίας της δραχμής έναντι της στερλίνας ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση της κυκλοφορίας, εξέλιξη που επέτεινε τη φθίνουσα εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα. Ο δείκτης του κόστους ζωής αυξήθηκε από 1.414 το 1924 (έτος βάσης, 1914:100) σε 1.633 το 1925. Το ψωμί στην Αθήνα από 4,36 δραχμές το 1924 έφτασε τις 7,35 το 1926 και το γάλα από 6,27 τις 8,79. Ο πληθωρισμός συνοδευόταν από στενότητα κεφαλαίων και ο επιχειρησιακός κόσμος ζητούσε νέα έκδοση νομίσματος, καθώς οι εκδόσεις ως τότε προορίζονταν για την κάλυψη των δημόσιων αναγκών, ενώ το πιστοδοτικό κύκλωμα αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει τις άμεσες επιχειρησιακές ανάγκες.