Εξέλιξη Επαφών > Νεοανακτορική - Πρώιμο Νέο Βασίλειο > Αιγαίο - Εισαγωγές

Πολλά από τα "εξωτικά" ορυκτά ή μέταλλα που εισάγονταν στην Κρήτη και το Αιγαίο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προέρχονταν πιθανώς από την Αίγυπτο. Στην περίπτωση του αλάβαστρου η αιγυπτιακή προέλευση πρέπει να θεωρείται βέβαιη. ’λλα ορυκτά ωστόσο, όπως η ορεία κρύσταλλος, ο αμέθυστος και ο καρνελιανός, έχουν αδιευκρίνιστη προέλευση. Η ορεία κρύσταλλος απαντά σε διάφορες περιοχές της Κρήτης και αποτέλεσε συχνά το υλικό κατασκευής για διάφορες κατηγορίες μινωικών μικροαντικειμένων, όπως σφραγίδες, περίαπτα, ψήφους και ενθέματα. Η εισαγωγή, σε κομμάτια μεγάλου μεγέθους, αιγυπτιακής ορείας κρυστάλλου -που δεν προσφερόταν στην Κρήτη- πιθανολογείται για την κατασκευή αγγείων, όπως το ρυτό από το "Θησαυροφυλάκιο" του ανακτόρου της Ζάκρου. Πιθανότερη χώρα προέλευσης του αμέθυστου είναι η Αίγυπτος, όπου το ορυκτό αυτό εξορυσσόταν συστηματικά από την εποχή του Μέσου Βασιλείου, κυρίως στην περιοχή της Ανατολικής Ερήμου. Ίσως δεν είναι συμπτωματικό, πως την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο (Μεσομινωική εποχή) εμφανίζονται και τα πρώτα αντικείμενα από αμέθυστο στην Κρήτη. Ο καρνελιανός προερχόταν πιθανότατα και αυτός από την Αίγυπτο, όπου έχουν ανιχνευθεί ορυχεία του που βρίσκονταν σε χρήση στη φαραωνική περίοδο. Στο Αιγαίο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή σφραγίδων και κοσμημάτων.

Κατά τη διάρκεια της Υστερομινωικής Ι περιόδου εισήχθησαν για πρώτη φορά στην Κρήτη αυγά στρουθοκαμήλου, τα οποία μετατρέπονταν από τους Μινωίτες σε αγγεία με την προσθήκη λαιμού, χείλους, βάσης, ποδιού και διακοσμητικών ενθέσεων από ποικίλα υλικά, όπως χρυσό, άργυρο, ορείχαλκο, φαγεντιανή και ξύλο. Ανάλογα αγγεία από αυγά στρουθοκαμήλου που βρέθηκαν στη Θήρα και τις Μυκήνες αποτελούν προφανώς μινωικά έργα.

Η εισαγωγή αιγυπτιακών λίθινων αγγείων από αλάβαστρο, διορίτη, ασβεστολιθικά πετρώματα και gabbro συνεχίζεται, με πιο αξιοσημείωτο στοιχείο την προσπάθεια μεταποίησής τους από τους μινωίτες καλλιτέχνες. Συνηθισμένο ήταν το άνοιγμα οπών και η προσθήκη στομίου, λαιμού και λαβών, μια πρακτική ανάλογη με την επεξεργασία των αυγών στρουθοκαμήλου.

Σε σχέση με την πληθώρα αιγυπτιακών λίθινων αγγείων η παρουσία αιγυπτιακής κεραμικής στην Κρήτη είναι ισχνή, προφανώς γιατί τα πήλινα αυτά αγγεία δε χρησίμευαν παρά μόνο ως δοχεία για κάποιες άγνωστες σε μας ουσίες. Το μοναδικό λεπτομερές δημοσιευμένο σύνολο αιγυπτιακής κεραμικής από την Κρήτη προέρχεται από τον Κομμό, το λιμάνι αυτό στη νότια ακτή του νησιού, το οποίο έπαιξε -λόγω γεωγραφικής θέσης- ένα σημαντικό ρόλο στην επικοινωνία με την Αίγυπτο. Τα σωζόμενα αιγυπτιακά όστρακα από τον Κομμό ανήκουν κυρίως σε ακόσμητους αποθηκευτικούς αμφορείς και βρέθηκαν σε Υστερομινωικά Ι - Υστερομινωικά ΙΙΙ Α 1 στρώματα.

Η εισαγωγή εξωτικών ζώων από την Αίγυπτο στο Αιγαίο είναι φυσικά δύσκολο να ανιχνευθεί αρχαιολογικά. Στην περίπτωση του πιθήκου, το μοναδικό μέχρι τώρα γνωστό ζωολογικό δεδομένο αποτελεί η αναφορά εύρεσης ενός απολιθωμένου κρανίου στον οικισμό του Ακρωτηριού. Ωστόσο, η πιστότητα της απόδοσης των ανατομικών λεπτομερειών και η ποικιλία των στάσεων του ζώου στις μινωικές και θηραϊκές τοιχογραφίες προϋποθέτουν ότι οι ντόπιοι καλλιτέχνες δεν αντέγραψαν απλώς αιγυπτιακά πρότυπα αλλά είχαν τη δυνατότητα άμεσης παρατήρησης. Μια ανάλογη υπόθεση μπορεί να διατυπωθεί και για τις αντιλόπες της γνωστής θηραϊκής τοιχογραφίας, οι οποίες μοιάζουν ιδιαίτερα σε δύο είδη αντιλοπών που ζουν στην Αφρική. Η φυσιοκρατική απόδοσή τους, ως προς τη στάση τους και τις ανατομικές λεπτομέρειες, κάνουν πιθανή την εισαγωγή τέτοιων ζώων στο Αιγαίο. Επιστρέφοντας στην περίπτωση του πιθήκου μια αιγυπτιακή επίδραση θα μπορούσε να ανιχνευθεί στη συμβολική σημασία του ζώου, το οποίο εμφανίζεται στο Αιγαίο ως ένας μεσολαβητής μεταξύ θεών και ανθρώπων.