Oι
επικερδείς Aγώνες: από το Λος ΄Aντζελες στο Σίδνεϊ
Το αρνητικό παράδειγμα των Ολυμπιακών Αγώνων του Μόντρεαλ
(1976), δηλαδή το μεγάλο οικονομικό έλλειμμα της διοργάνωσης
και η επιβάρυνση της οικονομίας του Καναδά με ένα χρέος για
την αποπληρωμή του οποίου
χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια, σήμανε το τέλος της αποκλειστικά
κρατικής χρηματοδότησης των Αγώνων. Σε μια εποχή οικονομικής
ύφεσης, που διατηρήθηκε σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1970,
ελάχιστα κράτη είχαν τη βούληση και κυρίως τη δυνατότητα να
δαπανήσουν τόσα χρήματα για ένα αναμφισβήτητα σημαντικό γεγονός,
το οποίο ωστόσο διαρκούσε μόνο δύο εβδομάδες.
Για τη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ η ανάληψη της διοργάνωσης,
το 1980 και το 1984 αντίστοιχα, ήταν περισσότερο μια απόφαση
κύρους παρά μια επικερδής ενέργεια. Για την απόλυτα ελεγχόμενη
από το κράτος οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης, το συμβολικό
κύρος που πρόσφερε η διοργάνωση των Αγώνων μπορούσε να δικαιολογήσει,
και συνεπώς να καλύψει, την επιβάρυνση του κρατικού σχεδιασμού.
΄Aλλωστε, τόσο η κατασκευή του Ολυμπιακού Χωριού, όσο και των
αθλητικών εγκαταστάσεων εντάχθηκαν σε πολυετή προγράμματα
οικονομικής ανάπτυξης.
Κάτι τέτοιο δεν ίσχυσε ασφαλώς και για τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εδώ, η άρνηση της κυβέρνησης να καλύψει έστω και μέρος του
κόστους των Αγώνων οδήγησε την οργανωτική επιτροπή στην αναζήτηση
εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης. Η μεταβολή των όρων πώλησης
των δικαιωμάτων τηλεοπτικής κάλυψης των Ολυμπιακών Αγώνων
και η προσέλκυση μεγάλων εταιρειών ως χορηγών δεν απέφερε
μόνο την κάλυψη του κόστους των Αγώνων, αλλά και κέρδη πολλών
εκατομμυρίων δολαρίων. Παρά τις επικρίσεις που δέχθηκαν οι
διοργανωτές για "εμπορευματοποίηση" των Ολυμπιακών Αγώνων,
η οργανωτική επιτροπή οργάνωσε την πρώτη οικονομικά επιτυχημένη
διοργάνωση μετά το 1932, όταν και πάλι το Λος ΄Aντζελες είχε
φιλοξενήσει τους Αγώνες.
Έτσι, οι Ολυμπιακοί Αγώνες γίνονταν και πάλι ελκυστικοί, μετά
από δύο δεκαετίες όπου όλο και λιγότερα κράτη εκδήλωναν την
πρόθεση να αναλάβουν τη διοργάνωσή τους. Ενδεικτική της εξέλιξης
αυτής είναι η διακύμανση του αριθμού των υποψηφιοτήτων για
κάθε διοργάνωση μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σημειώνοντας
προοδευτική αύξηση έως τη διοργάνωση του 1960: 6 υποψηφιότητες
για το 1948, 9 για το 1952, 10 για το 1956 και 16 για το 1960.
Στη συνέχεια, η πτώση του ενδιαφέροντος υπήρξε δραματική,
καθώς ο αριθμός των υποψήφιων πόλεων μειώθηκε στις 4 για τους
Αγώνες του 1964, του 1968 και του 1972, στις 3 για του 1976,
στις 2 για του 1980, ενώ το 1984 το Λος ΄Aντζελες ήταν η μοναδική
πόλη που διεκδικούσε την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων. Κάτι
τέτοιο είχε να συμβεί από τους Αγώνες του 1932, οπότε και
πάλι μόνο μια πόλη διεκδικούσε τους Αγώνες: το Λος ΄Aντζελες.
Η οικονομική επιτυχία του Λος ΄Aντζελες το 1984 συνδέεται με
την ανάδειξη των Ολυμπιακών Αγώνων σε τηλεοπτικό υπερθέαμα.
Tην εξέλιξη αυτή, που γίνεται φανερή στις αρχές της δεκαετίας
του 1980, εκμεταλλεύτηκε με τον πλέον αποδοτικό οικονομικά
τρόπο ο Peter Ueberoth, ένας αυτοδημιούργητος 40χρονος επιχειρηματίας
που ενσάρκωνε το πρότυπο του "αμερικανικού ονείρου" και είχε
επιλεγεί ως πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής. Η σημασία
που αποκτούν το 1984 τα έσοδα από την τηλεοπτική εκμετάλλευση
των Αγώνων, σε σχέση με τα συνολικά έσοδα της διοργάνωσης,
είναι εντυπωσιακά αυξημένη αναφορικά με τις προηγούμενες διοργανώσεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 1972 (Μόναχο) τα τηλεοπτικά
έσοδα κάλυπταν λιγότερο από το 3% των συνολικών εσόδων, τα
αντίστοιχα έσοδα των Αγώνων του 1984 κάλυπταν σχεδόν το 50%.
Το υπόλοιπο ποσοστό προερχόταν από τις πωλήσεις εισιτηρίων,
γραμματοσήμων, νομισμάτων και άλλων αναμνηστικών, κυρίως όμως
από τις χορηγίες.
Βασική καινοτομία της οργανωτικής επιτροπής του 1984 ήταν
ότι για πρώτη φορά τα τηλεοπτικά δίκτυα θα έπρεπε να πληρώσουν
ένα χρηματικό ποσό έτσι ώστε να είναι σε θέση να "διαπραγματευτούν"
την αγορά των δικαιωμάτων μετάδοσης των Αγώνων. Η εξέλιξη
αυτή ευνόησε τον πολλαπλασιασμό των χρηματικών εισροών. Ταυτόχρονα,
η οργανωτική επιτροπή επαναπροσδιόρισε την πολιτική της προς
τους χορηγούς, επιλέγοντας να προσελκύσει μεγάλες πολυεθνικές
εταιρείες που, έναντι ενός πολύ υψηλότερου ποσού συγκριτικά
με τις προηγούμενες διοργανώσεις, αποκτούσαν το δικαίωμα χρησιμοποίησης
των Αγώνων για διαφήμιση των εταιρειών και των προϊόντων τους.
Παρ' ότι η πολιτική προσέλκυσης μεγάλων χορηγών επικρίθηκε
σφοδρά, υιοθετήθηκε πολύ σύντομα από τη ΔΟΕ.
Η τομή που επέφερε η διοργάνωση του 1984 γίνεται φανερή, αν
συγκριθούν οι πηγές χρηματοδότησης των Ολυμπιακών Αγώνων πριν
και μετά το Λος ΄Aντζελες. Έτσι, ενώ από τη δεκαετία του 1930
οι κρατικοί πόροι συνιστούσαν τη σχεδόν αποκλειστική πηγή
χρηματοδότησης των Αγώνων, μετά το 1984 ο ρόλος του κράτους
περιορίζεται κατά πολύ ή εκμηδενίζεται. Έτσι, από τις τέσσερις
διοργανώσεις που ακολούθησαν, στη μία (Ατλάντα 1996) τα έσοδα
καλύφτηκαν, όπως και το 1984, δίχως κρατική χρηματοδότηση,
ενώ στις άλλες τρεις η συμμετοχή του κράτους ήταν ισότιμη
με εκείνη από άλλες πηγές.
Η πλέον κερδοφόρα διοργάνωση υπήρξε εκείνη της Ατλάντας. Θα
πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι τόσο στο Λος ΄Aντζελες (1984),
όσο και στην Ατλάντα (1996) η οργανωτική επιτροπή είχε τη
δυνατότητα να διοργανώσει τους Αγώνες δίχως οικονομική βοήθεια
από το κράτος των ΗΠΑ, καθώς στις δύο αυτές περιπτώσεις κατασκευάστηκαν
ελάχιστα νέα έργα. Προτιμήθηκε δηλαδή να χρησιμοποιηθούν ήδη
υπάρχουσες αθλητικές εγκαταστάσεις, ενώ για τη φιλοξενία των
αθλητών αντί της κατασκευής Ολυμπιακού Χωριού επιλέχθηκε η
χρησιμοποίηση φοιτητικών εστιών.
Αντίθετα, στη Σεούλ (1988), τη Βαρκελώνη (1992) και το Σίδνεϊ
(2000) οι δαπάνες για την κατασκευή των αθλητικών και των
άλλων υποδομών επαύξησε το κόστος το Αγώνων, καθιστώντας απαραίτητη
την κρατική χρηματοδότηση. Ωστόσο, στις περιπτώσεις αυτές
στον υπολογισμό των εσόδων θα πρέπει να προσμετρηθεί το κέρδος
για τη διοργανώτρια πόλη από τα έργα αυτά, καθώς και οι θετικές
τους επιπτώσεις στην τοπική και εθνική οικονομία.
Το παράδειγμα της Βαρκελώνης είναι το πλέον χαρακτηριστικό.
Η κατασκευή των ολυμπιακών έργων σήμανε μια μεγάλης κλίμακας
παρέμβαση στο "τοπίο" και τις λειτουργίες της πόλης, καθιστώντας
την ταυτόχρονα έναν από τους πλέον ελκυστικούς τόπους προσέλευσης
τουριστών στην Ευρώπη. Έτσι, η τετράχρονη επιβάρυνση της ισπανικής
οικονομίας για την κάλυψη του κόστους των Αγώνων, μακροπρόθεσμα
δεν αποτέλεσε μια οικονομικά λανθασμένη απόφαση ή/και κακή
διαχείριση.
|