Michael
Johnson: ο πιο ταχύς άνθρωπος στον κόσμο
Στους εικοστούς έκτους Ολυμπιακούς Αγώνες ο Donovan Bailley
νίκησε στα 100 μ. στίβου, καταρρίπτοντας το παγκόσμιο ρεκόρ,
και οδήγησε την ομάδα του Καναδά στο χρυσό μετάλλιο στη σκυταλοδρομία
4x100. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός του πιο γρήγορου στον κόσμο
αποδόθηκε στο Μichael Johnson, που πραγματοποίησε μια από
τις πλέον εντυπωσιακές παρουσίες αθλητή στην ιστορία των Ολυμπιακών
Αγώνων: δύο χρυσά μετάλλια, στα 200 μ. και στα 400 μ. στίβου,
κάτι που κανείς δεν είχε επιτύχει έως τότε στην εκατοντάχρονη
ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, σημειώνοντας μάλιστα
ένα παγκόσμιο και ένα ολυμπιακό ρεκόρ. Ήταν η κορυφαία στιγμή
ενός αθλητή που κυριάρχησε στα αγωνίσματα αυτά για μια σχεδόν
δεκαετία.
Ο Michael Duane Johnson γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του
1967 στο Dallas των Ηνωμένων Πολιτειών και υπήρξε μέλος της
αθλητικής ομάδας του Πανεπιστημίου Baylor την περίοδο 1987-1990.
Ένας σοβαρός τραυματισμός στο πόδι το 1988 τον κράτησε εκτός
αγωνιστικής δράσης, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να διεκδικήσει
τη συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ. Ξεκίνησε
προπονήσεις την επόμενη χρονιά και το 1990 οι επιδόσεις του
τον τοποθετούσαν κορυφαίο αθλητή της χρονιάς εκείνης, τόσο
στα 200 όσο και στα 400 μ., κάτι που θα επαναλάμβανε τρεις
ακόμη φορές στα επόμενα δέκα χρόνια (1991, 1994, 1995). Οι
πρώτοι μεγάλοι αγώνες που έλαβε μέρος ήταν στο παγκόσμιο πρωτάθλημα
του 1991, στα 200 μ., αγώνισμα στο οποίο κέρδισε την πρώτη
θέση με μεγάλη διαφορά από τους άλλους αθλητές. Την επόμενη
χρονιά, ωστόσο, αποκλείστηκε στα προκριματικά των Ολυμπιακών
Αγώνων, τόσο στα 200 μ. όσο και στα 400 μ., καθώς αρρώστησε
λίγες μόνο μέρες πριν τους Αγώνες. Παρ' όλα αυτά συμμετείχε
στη σκυταλοδρομία 4x400, κερδίζοντας έτσι το πρώτο του χρυσό
μετάλλιο. Την επόμενη χρονιά κέρδισε για πρώτη φορά στα 400
μ. στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, κάτι που θα επαναλάμβανε σε τρεις
ακόμη διοργανώσεις (1995, 1997, 1999).
Το 1996, στους προκριματικούς αγώνες για το σχηματισμό της
ολυμπιακής ομάδας στίβου των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Johnson
κέρδισε την πρώτη θέση τόσο στα 200 μ., όσο και στα 400 μ.
Μάλιστα, στους Αγώνες αυτούς κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ
στα 200 μ., ένα ρεκόρ που χρονολογούνταν από το 1979. Στους
Αγώνες της Ατλάντας, στον τελικό των 200 μ., όπου κέρδισε
με διαφορά σχεδόν 10 μ. από το δεύτερο, βελτίωσε ακόμη περισσότερο
τη (δική του πλέον) καλύτερη επίδοση στο αγώνισμα αυτό, σημειώνοντας
χρόνο 19,32. Ήταν η γρηγορότερη κούρσα 200 μ. στην ιστορία
του αγωνίσματος, καθώς ο δεύτερος, ο Νιγηριανός Frankie Fredericks,
και ο τρίτος, ο Μichael Bates από τις ΗΠΑ, σημείωσαν χρόνο
19,68 και 19,80 αντίστοιχα. Στα επόμενα χρόνια κανείς δε θα
έτρεχε τα 200 μ. ταχύτερα από 19,80, δηλαδή κατά μισό περίπου
δευτερόλεπτο πιο αργά από το ρεκόρ του Johnson. Στον τελικό
των 400 μ. κέρδισε σημειώνοντας νέο ολυμπιακό ρεκόρ και με
διαφορά αρκετών μέτρων από το Βρετανό Roger Black που τερμάτισε
δεύτερος. Γινόταν έτσι ο μοναδικός αθλητής που κέρδιζε τα
200 μ. και τα 400 μ. σε Ολυμπιακούς Αγώνες και μάλιστα στην
ίδια διοργάνωση.
Το 1999 ο Johnson κατέρριψε το ρεκόρ του Butch Raynolds στα
400 μ., το οποίο χρονολογούνταν από το 1988, ενώ την επόμενη
χρονιά, στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ, κέρδισε ξανά στον τελικό
των 400 μ. και έγινε έτσι ο πρώτος αθλητής στην ιστορία του
αγωνίσματος που σημείωσε δύο συνεχόμενες ολυμπιακές νίκες.
Στους ίδιους Αγώνες κατέκτησε ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο, το
πέμπτο, συμμετέχοντας στη σκυταλοδρομία 4x100 με την ομάδα
των Ηνωμένων Πολιτειών.
|