στάση του μουσουλμανικού στοιχείου απέναντι στους χριστιανούς και εβραίους ήταν
θετική και ανεκτική. Το Κοράνι, θεωρώντας ότι οι πιστοί των θρησκειών αυτών
ανήκουν στους λαούς της Βίβλου, όπως και οι μουσουλμάνοι, δίδασκε την ανοχή
απέναντί τους. Οι χριστιανοί και οι εβραίοι είχαν το δικαίωμα στη πίστη τους,
ήταν όμως υποχρεωμένοι να πληρώνουν επιπλέον φόρους, καθώς ανήκαν στη κατηγορία
των ζιμμήδων, των απίστων. Μόνο υπό συγκεκριμένες συνθήκες μπορούσαν να ακολουθήσουν
στρατιωτική ή διοικητική σταδιοδρομία. Εκτός από τον κεφαλικό φόρο που κατέβαλλαν,
οι χριστιανοί υπάγονταν και στη διαδικασία του παιδομαζώματος, η οποία
επέτρεπε σε απογόνους τους να ανέλθουν ως τα ανώτερα στρατιωτικά και πολιτικά
αξιώματα. Οι χριστιανοί αποτελούσαν, από τα μέσα του 16ου αιώνα, τη δεύτερη
σε μέγεθος πληθυσμιακή ομάδα της αυτοκρατορίας. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
θεωρήθηκε ο υπεύθυνος του millet των χριστιανών και είχε εκκλησιαστικές και
νομικές δικαιοδοσίες επάνω τους. Από το 18ο αιώνα, το χριστιανικό στοιχείο και
ιδιαίτερα κάποιες εύπορες ομάδες του, γνώρισαν οικονομική και πολιτική άνοδο
και αναμίχθηκαν στη συγκέντρωση φόρων, στο εμπόριο και στη διοίκηση περιοχών,
όπως οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αποτέλεσε
το συνδετικό παράγοντα των χριστιανών ως το 19ο αιώνα, η εμφάνιση όμως των εθνικισμών
άλλαξε τις ισορροπίες.