Μουσουλμάνοι


ι πληθυσμοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διακρίνονταν σε δύο κατηγορίες: τους πιστούς, δηλαδή τους μουσουλμάνους, και τους απίστους. Ως το 1512-20 οι πιστοί αποτελούσαν τη μειοψηφία στην αυτοκρατορία, καθώς υπό οθωμανική κυριαρχία βρίσκονταν τα εδάφη της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας. Μετά την προσάρτηση όμως της Αιγύπτου και των αραβικών χωρών από τον Σελίμ Α' οι πιστοί πέρασαν στην πλειοψηφία. Οι πιστοί, οι οποίοι ήταν υπήκοοι με πλήρη δικαιώματα, ήταν σε πλεονεκτική θέση έναντι των απίστων. Είχαν το δικαίωμα και τη δυνατότητα να ανέλθουν σ' όλες τις διοικητικές θέσεις, είχαν πλήρη δικαιώματα ενώπιον του νόμου, μπορούσαν να προσέλθουν ως μάρτυρες στα δικαστήρια και η μαρτυρία τους βάρυνε περισσότερο σε σχέση με ενός απίστου. Παράλληλα βέβαια είχαν και υποχρεώσεις, όπως τη συμμετοχή στις εκστρατείες του σουλτάνου και την καταβολή φόρων. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός αυξανόταν και ανανεωνόταν συνεχώς, καθώς διάφορα τουρκικά φύλα έφταναν στο χώρο της Μικράς Ασίας από την Ανατολή, και κάποιες πληθυσμιακές ομάδες, άλλοτε με τη βία άλλοτε οικειοθελώς, στρέφονταν στο μωαμεθανισμό με χαρακτηριστική την περίπτωση της Βοσνίας και της Κρήτης. Στο χώρο της Βαλκανικής εγκαταστάθηκαν το 15ο αιώνα τα πρώτα οθωμανικά στρατεύματα καθώς και ομάδες τουρκικών φύλων, τα οποία εποίκησαν ερημωμένες περιοχές. Οι πιστοί υπάγονταν στο μουσουλμανικό millet, το οποίο είχε επικεφαλής τον αρχηγό των μουσουλμάνων ιερέων, τον seyh'ul Islam. Στις μικρές κοινωνίες των χωριών ή των πόλεων ο ερμηνευτής του μουσουλμανικού νόμου, ο καδής, ο οποίος εκτελούσε χρέη δικαστού ήταν σημαίνον πρόσωπο, όπως και ο νομοδιδάσκαλος, ο μουφτής. Από τη θρησκευτική ομάδα των πιστών προερχόταν η πλειοψηφία των γαιοκτημόνων, των μεγαλεμπόρων και των αξιωματούχων του κράτους, τουλάχιστον ως το 17ο αιώνα.

Button