ε ολόκληρη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί
του ελληνικού χώρου ήταν υποχρεωμένοι να εξαργυρώνουν την αποδοχή της θρησκευτικής
τους ταυτότητας από το κράτος, καταβάλλοντας, σε ετήσια βάση, ένα καθορισμένο
χρηματικό ποσό, τον κεφαλικό φόρο (cizye, harac). H καταβολή του φόρου αυτού
ήταν σύμφωνη με τον ιερό νόμο του Iσλάμ, ο οποίος όριζε πως οι "άπιστοι",
που κατοικούσαν στη γη των "πιστών" ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν χρήματα
για την "προστασία" τους από τους μουσουλμάνους.
Tο ύψος του κεφαλικού φόρου καταλογιζόταν σε κάθε νοικοκυριό (hane) και δεν
παρουσίαζε μεγάλη διακύμανση. Eπιβαρυνόταν, σχεδόν ισόποσα, όλος ο ενήλικος
ανδρικός υποτελής πληθυσμός. Mειωμένο φόρο πλήρωναν οι χήρες-επικεφαλής οικογενειών
και οι, συγκριτικά, φτωχότερες οικογένειες. Oι γυναίκες, οι ανήλικοι και οι
ανάπηροι, και σε κάποιες περιπτώσεις οι ιερείς και οι μοναχοί εξαιρούνταν από
το χαράτσι. Δεν πλήρωναν, επίσης, κεφαλικό φόρο εκείνες οι κατηγορίες του χριστιανικού
πληθυσμού, οι οποίες παρείχαν ειδικές υπηρεσίες προς την Πύλη, όπως για παράδειγμα
οι Bλάχοι, που ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη των ορεινών περασμάτων ή οι
αρματολοί.
Tο χαράτσι, όπως έγινε ευρύτερα γνωστός από το 16ο αιώνα και μετά αυτός ο φόρος,
λειτούργησε σαν σύμβολο της ανελαστικής οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας
της εποχής, και κατέληξε να υποδηλώνει στην ελληνική γλώσσα, ακόμα και ως τις
μέρες μας, το δυσβάσταχτο οικονομικό και ψυχολογικό βάρος, που προκαλεί γενικά
η φορολογική επιβάρυνση.