Στο μήνα Ραμαζανιού, στο μήνα της μεγάλης νηστείας, οι μουσουλμάνοι του ελληνικού χώρου, όπως άλλωστε κάθε πιστός στον ισλαμικό κόσμο, στερούνταν, όσο διαρκούσε το φως της μέρας, την τροφή και το νερό. Στη νηστεία δε συμμετείχαν τα παιδιά μέχρι τα δεκατέσσερά τους χρόνια, ενώ η τήρησή της γινόταν πιο ελαστική εν καιρώ πολέμου ή κατά τη διάρκεια μιας αρρώστειας. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, ο ήχος απ' τα τύμπανα και το άναμμα των φαναριών στους μιναρέδες δήλωναν τη λήξη των στερήσεων. Οι οικογένειες κι οι φίλοι συναθροίζονταν στα σπίτια και απολάμβαναν κοινά γεύματα. Στην αγορά αναστελλόταν η νυχτερινή απαγόρευση της κυκλοφορίας. Στις ταβέρνες και τα καπηλειά δεν έλειπαν τα παρατράγουδα της μέθης ή της πορνείας. Την 27η νύχτα του Ραμαζανιού οι πιστοί έπρεπε να μείνουν άγρυπνοι και να προσεύχονται διαρκώς.
Σύμφωνα με την παράδοση του Ισλάμ, τη νύχτα εκείνη, τη "Νύχτα του Πεπρωμένου", ο Αλλάχ καθόριζε τη μοίρα κάθε πιστού χωριστά για ολόκληρη την επόμενη χρονιά. Η μεθεπόμενη ημέρα θα ήταν μέρα χαράς για τους πιστούς. Ξεκινούσε το Μπαϊράμι, η γιορτή της ευωχίας. Ο κόσμος συνέρεε στους κεντρικούς δρόμους, στις πλατείες ή στις αυλές και στα σπίτια των φίλων και των συγγενών. Κοινά τραπέζια, προσφορές αγαθών και χρημάτων για τα άπορα μέλη της κοινότητας, ευχές συμφιλίωσης, φιλιά και αναταλλαγές δώρων έδιναν το στίγμα των πιο έντονων εορταστικών στιγμών της χρονιάς για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.