Τον 6ο, και κυρίως τον 7ο αιώνα, οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου χρησιμοποιούσαν τις εικόνες, κυρίως τις αχειροποίητες, σαν ηθικό στήριγμα της εξουσίας τους, ενώ η λατρεία των εικόνων εντάθηκε στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Την εποχή της Εικονομαχίας ωστόσο, καταστράφηκαν στο μεγαλύτερο ποσοστό όχι μόνο οι φορητές εικόνες αλλά και κάθε παράσταση με τα πρόσωπα του Χριστού, της Παναγίας και άλλων αγίων, και αντικαταστάθηκαν με ανεικονικό διάκοσμο. Η καταστροφή των προεικονομαχικών παραστάσεων δεν έγινε ούτε συστηματικά ούτε από την αρχή.

Στο ανεικονικό πνεύμα σημαντική επιρροή άσκησε η προσπάθεια των αυτοκρατόρων να προσεταιριστούν τους -σε μεγάλο ποσοστό- μονοφυσιτικούς πληθυσμούς της Ανατολής, αλλά και η τεράστια εξάπλωση των Αράβων με την ανεικονική έκφραση της τέχνης τους. Έτσι, το 726 ο Λέων Γ' διέταξε την καταστροφή των θρησκευτικών εικονιστικών παραστάσεων και απομάκρυνε την περίφημη εικόνα του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη του Παλατιού, την οποία αντικατέστησε πιθανότατα με σταυρό. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος E' διέταξε να αντικατασταθούν όλες οι ευαγγελικές σκηνές της εκκλησίας των Βλαχερνών με παραστάσεις δέντρων, πουλιών και ζώων, μεταβάλλοντας την εκκλησία σε "λαχανόκηπο και ορνιθώνα", σύμφωνα με το Bίο του Αγίου Στεφάνου του Νέου (+764), που περιέχει πολλές πληροφορίες για την περίοδο αυτή.

Όπως δείχνουν τα μνημεία και οι πηγές της εποχής, κεντρικό θέμα αποτέλεσε ο σταυρός μόνος του ή πάνω σε βαθμιδωτό βάθρο, που κοσμούσε την αψίδα της εκκλησίας. Ο σταυρός συμβόλιζε την παρουσία του Θεού, αποτελούσε δηλαδή μια Θεοφάνεια, ενώ ταυτόχρονα συμβόλιζε και τη νίκη του Χριστού πάνω στο Θάνατο, απέκτησε δηλαδή θριαμβευτικό και έντονο εσχατολογικό νόημα. Παραστάσεις απλών ή διάλιθων σταυρών, συχνά κάτω από τοξοστοιχία, γεωμετρικά θέματα, όπως τεμνόμενοι κύκλοι, ρόδακες, φολιδωτά κοσμήματα, σηρικοί τροχοί, ζωικά και φυτικά θέματα αποτέλεσαν το εικονογραφικό λεξιλόγιο της εποχής. Τα θέματα αυτά ήταν ήδη γνωστά από την Παλαιοχριστιανική περίοδο, ενώ εμφανίστηκαν και άλλα που τα πρότυπά τους ανήκαν στη σασσανιδική τέχνη.