Σε ό,τι αφορά την ποίηση της περιόδου 610-867 οφείλει να σταθεί κανείς αναλυτικότερα στη λειτουργική ποίηση. Κυριότερο χαρακτηριστικό είναι η επικράτηση, από τον 8ο αιώνα, ενός καινούργιου ποιητικού είδους, του κανόνα. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα δύο πιο δημιουργικά κέντρα της βυζαντινής υμνογραφίας ήταν η μονή του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα και η Μονή Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη.

Η βυζαντινή υμνογραφία είναι χωρισμένη σε περιόδους, ανάλογα με τα ποιητικά είδη της, από τα οποία τα σπουδαιότερα είναι το κοντάκιο και ο κανόνας. Ο 6ος και ο 7ος αιώνας είναι η περίοδος ακμής του κοντακίου, που έχει διηγηματικό χαρακτήρα. Ωστόσο, από τα τέλη του 7ου αιώνα αντικαθίσταται από τον κανόνα, που επιτρέπει τη δογματική έξαρση υμνώντας κυρίως τις θρησκευτικές γιορτές και τους αγίους. Ο κανόνας αποτελούνταν αρχικά από 9 και αργότερα 8 τμήματα, τις ωδές, και κάθε ωδή από τέσσερις στροφές, τρία τροπάρια και ένα θεοτοκίο. Συχνά ο κανόνας είχε και ακροστιχίδα, που καθιστούσε δύσκολη την παραποίησή του στο πέρασμα των αιώνων. Πιστεύεται ότι το πρώτο ποίημα τέτοιου είδους γράφτηκε από τον Ανδρέα Kρήτης. Τη σημασία του κανόνα αντιλαμβάνεται κανείς αν συνειδητοποιήσει το πλήθος των κανόνων από τους οποίους απαρτίζονται τα λειτουργικά βιβλία. Στο σημερινό λειτουργικό βιβλίο της Παρακλητικής, για παράδειγμα, στους 96 κανόνες, οι περισσότεροι φέρουν το όνομα υμνογράφων της εικονομαχικής περιόδου, οι 48 φέρουν το όνομα του Ιωσήφ και οι 32 του Θεοφάνη. Αυτή η αναφορά, μόνη της αποδεικνύει το μέγεθος και τη συμβολή της υμνογραφίας της εικονομαχικής περίοδου στη λειτουργική ποίηση.

Σε ό,τι αφορά την κοσμική ποίηση πρέπει να αναφέρει κανείς το επίγραμμα (πολύ σύντομο ποίημα), που αναβίωσε μέσω του Θεόδωρου Στουδίτη (759-826). Tα επιγράμματά του αναφέρονται κυρίως στο μοναχισμό καθώς και στη σημασία των τμημάτων από τα οποία αποτελείται ένας ναός. Επιγράμματα χρησιμοποιήθηκαν συχνά και στην εικονομαχική διαμάχη.