Η αφιερωμένη στην Παναγία μονή ιδρύθηκε πριν το 1042, στο σημείο
όπου σύμφωνα με την τοπική παράδοση βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα της
Θεοτόκου από τρεις μοναχούς ερημίτες. Το μοναστήρι δέχθηκε αμέτρητες
φορές τη γενναιοδωρία και την αυτοκρατορική εύνοια, όπως αποδεικνύουν
τα τουλάχιστον 30 αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα που αναφέρονται σε
προνόμια ή άλλα ζητήματα της μονής από τον 11ο έως το 14ο αιώνα.
Κυρίως ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος (1042-1055) και η σύζυγός του
Zωή, στα χρόνια των οποίων ιδρύθηκε η μονή, υπήρξαν οι βασικοί
υποστηρικτές της. Θεωρείται μάλιστα σχεδόν βέβαιο ότι ο αυτοκράτορας
έστειλε ένα από τα καλύτερα συνεργεία της Κωνσταντινούπολης για να
διακοσμήσει το ναό με ψηφιδωτά. Η εξαιρετική ποιότητα, η πρωτοτυπία
στην εικονογραφία και τα προοδευτικά τεχνοτροπικά στοιχεία του
ψηφιδωτού συνόλου που διακοσμεί το
καθολικό
αποτελούν τις
σημαντικότερες ενδείξεις για τη μητροπολιτική προέλευση του
καλλιτεχνικού εργαστηρίου. Τα ψηφιδωτά διατηρούνται σε καλή κατάσταση
στα ψηλότερα μέρη των τοίχων του κυρίως ναού και του
νάρθηκα.
Στις
κόγχες
που διαμορφώνονται κάτω από τον τρούλο απεικονίζονται οι οκτώ
σημαντικότερες σκηνές από το Βίο και το Πάθος του Θεανθρώπου και ο
Χριστολογικός κύκλος
ολοκληρώνεται με τις επτά σκηνές που
απεικονίζονται στο νάρθηκα. Συνολικά η επιλογή και η οργάνωση των
σκηνών εκφράζει τη σωτηρία των ανθρώπων χάρις στην Ενσάρκωση και το
Θείο Πάθος. Τεχνοτροπικά, τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής αποτελούν ένα
από τα προοδευτικότερα σύνολα της εποχής τους. Βασικά χαρακτηριστικά
του αποτελούν ο συνδυασμός ζωγραφικών και γραμμικών στοιχείων στην
απόδοση των προσώπων και των μορφών, ο δυναμισμός στην κίνηση και
την έκφραση και μια τολμηρή χρήση των χρωμάτων, στοιχεία που θα
κυριαρχήσουν στη ζωγραφική της κομνήνειας περιόδου.
|