Στα 951, ο γερμανός αυτοκράτορας Όθωνας Α' ανακηρύχθηκε βασιλιάς τηςΙταλίας. Η εμφάνιση μιας νέας, μεγάλης δύναμης στην Ιταλική χερσόνησοήταν φυσικό να προξενήσει ανησυχία στην Κωνσταντινούπολη. Τοπρόβλημα απέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν ο ίδιος γερμανός ηγέτηςστέφθηκε στα 962 από τον Πάπα αυτοκράτορας των Ρωμαίων, καθώς ηπράξη αυτή έθετε σε αμφισβήτηση τη βάση της πολιτικής θεωρίας τωνβυζαντινών, σύμφωνα με την οποία το βυζαντινό κράτος αποτελούσε τομόνο νόμιμο διάδοχο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Λίγα χρόνιααργότερα, το 964/5, ο Νικηφόρος Β΄ Φωκάς πραγματοποίησε υπερπόντιαεκστρατεία εναντίον των Αράβων της Σικελίας, που κατέληξε σε ήττα τωνβυζαντινών στρατευμάτων. Στόχος δεν ήταν μόνο η σταθεροποίηση τωνβυζαντινών κτήσεων της νότιας Ιταλίας αλλά και η αύξηση του κύρους τουΒυζαντίου απέναντι στη γερμανική αυτοκρατορία. Η βυζαντινή αποτυχίαείχε σαν αποτέλεσμα το πολιτικό παιχνίδι να συνεχιστεί με διπλωματικάμέσα. Πρεσβείες και από τις δύο πλευρές -ανάμεσα στις οποίες ήταν καιαυτή του επισκόπου Κρεμώνης Λιουτπράνδου, ο οποίος μας άφησε μιαλεπτομερή περιγραφή της τρίμηνης παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη-δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και η γερμανική πλευράπροχώρησε σε επιδρομές στη βυζαντινή νότια Ιταλία.
Η διευθέτησητων σχέσεων ανάμεσα στα δύο κράτη πραγματοποιήθηκε στα χρόνια τουΙωάννη Α΄ Τζιμισκή (969-976) και επισφραγίστηκε με το γάμο του γερμανούαυτοκράτορα Όθωνα Β' με την ανιψιά του βυζαντινού αυτοκράτοραΘεοφανώ.
Η άφιξη της βυζαντινής πριγκίπισσας στη γερμανική αυλήεπέδρασε στην πολιτιστική ζωή και στο αυλικό τυπικό του δυτικούκράτους, επίδραση που εντάθηκε μετά το θάνατο του Όθωνα Β', όταν ηΘεοφανώ, ως κηδεμόνας του ανήλικου γιου της, παρέμεινε μόνη στηνκορυφή του γερμανικού βασιλείου.