Όπως σε ολόκληρη τη Βυζαντινή εποχή, έτσι και την περίοδο 1081-1204,
![]() Οι πάροικοι, που αποτελούσαν τους καλλιεργητές της γης και δίνονταν στους δικαιούχους της πρόνοιας, διαιρούνταν ανάλογα με την περιουσία τους σε ζευγαράτους, βοϊδάτους και ακτήμονες. Έδιναν στον γαιοκτήμονα τους φόρους που παλιότερα πλήρωναν στο κράτος και, παράλληλα, του όφειλαν τη δεκάτη, καθώς και αγγαρείες. Για τον αριθμό των αγγαρειών που αναλογούσαν σε κάθε πάροικο έχουμε στοιχεία μόνο από μεταγενέστερους αιώνες. Το 12ο αιώνα φαίνεται πως ο αριθμός αυτός καθοριζόταν με βάση τη συνήθεια ή τη συμφωνία γαιοκτήμονα-πάροικου, συχνά όμως δεν ήταν σταθερά καθορισμένο. Με το ξεκίνημα του 12ου αιώνα φαίνεται ότι πολλές κοινότητες χωριών βρήκαν σταθερότητα και ότι ο αγροτικός πληθυσμός κατάφερε να έχει αρκετά καλό βιοτικό επίπεδο. Δυστυχώς δεν υπάρχουν γραπτές πηγές που να παρέχουν πληροφορίες για την περίοδο αυτή, όπως συμβαίνει αργότερα με τα "Πρακτικά" του 14ου αιώνα. Ωστόσο, στα τέλη του ίδιου αιώνα η οικονομική κρίση που είχε ξεσπάσει επέφερε σε μεγάλο βαθμό δυστυχία στην πλειοψηφία των αγροτών. Στις ανατολικές επαρχίες ένα ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού που δε διέθετε γη, εγκαταστάθηκε στα οχυρά που κτίστηκαν στις παραμεθόριες περιοχές για να ελέγχουν τα περάσματα. Σε αυτούς δόθηκε γη μέσα στα οχυρά. Ένα τμήμα της ερημωμένης υπαίθρου κατορθώθηκε να αναζωογονηθεί μερικά, κυρίως στα παράλια. Η ανάπτυξη της Μικράς Ασίας ακολούθησε βραδύτερους ρυθμούς και αυτό οφειλόταν αναμφισβήτητα στην ασταθή πολιτική κατάσταση κάτω από την πίεση των Τούρκων. |