Όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος βρέθηκε σε αναζήτηση ενός τόπου όπου θα ίδρυε και θα εγκαθιστούσε τη νέα κεντρική διοικητική, οικονομική, πολιτική και στρατιωτική βάση του κράτους του, διάλεξε την ελληνορωμαϊκή πόλη Βυζάντιο. Ήταν μια πόλη που υπήρχε για τουλάχιστον χίλια χρόνια πριν την εποχή του Κωνσταντίνου και που ποτέ δεν είχε αναπτυχθεί σε ιδιαίτερο αστικό κέντρο. Το πλεονέκτημα που μάλλον ενθάρρυνε την επιλογή του Κωνσταντίνου πρέπει να ήταν η θέση του Βυζαντίου στη διασταύρωση των δύο κυριότερων εμπορικών αρτηριών της εποχής, δηλαδή από τη μια του χερσαίου δρόμου που οδηγούσε από την Ευρώπη στη Μεσοποταμία και από την άλλη του θαλάσσιου περάσματος του Βοσπόρου που ένωνε τη Μεσόγειο με τη Μαύρη Θάλασσα. Η επιλογή του όμως εμπεριείχε και πολύ μεγάλο ρίσκο, αφού η πόλη είχε επίσης σημαντικά μειονεκτήματα. Τα κυριότερα ήταν ότι ήταν ευάλωτη σε εχθρικές επιθέσεις από την ενδοχώρα της, αφού δεν διέθετε κάποια φυσική οχύρωση, και ότι δεν είχε επάρκεια σε πόσιμο νερό. Επίσης, η αγροτική έκταση που την περιέβαλλε όχι μόνο ήταν επίσης ευάλωτη σε επιθέσεις, αλλά ήταν και ανεπαρκής να συντηρήσει τον πληθυσμό της, πράγμα που εξηγεί τη συνεχή μεταφορά τόνων σταριού και καλαμποκιού από την Αίγυπτο ως τον 7ο αιώνα: όταν τα πλοία καθυστερούσαν, στην πόλη προκαλούνταν λιμός και εξεγέρσεις των κατοίκων.

Ωστόσο, οι ενέργειες τόσο του Κωνσταντίνου όσο και των διαδόχων του οδήγησαν το ρίσκο σε επιτυχία. Η νέα πρωτεύουσα δεν ακολούθησε το πρότυπο κάποιας ρωμαϊκής πόλης πάνω στην οποία χτίστηκε, αντίθετα ήταν ένα νέο, εξ ολοκλήρου τεχνητό κατασκεύασμα, όπως είναι για παράδειγμα στην εποχή μας η Washington DC ή η 'Αγκυρα. Παρόλ' αυτά δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από τις άλλες πρωτεύουσες της Τετραρχίας (το Σίρμιο, τη Νικομήδεια ή το Μιλάνο). Το σχέδιό της σεβάστηκε και βασίστηκε πάνω στο σχέδιο της ελληνορωμαϊκής πόλης όπως γινόταν σε όλες τις πρώιμες βυζαντινές πόλεις. Χτίστηκαν ισχυρά τείχη και άρχισε η εξέλιξη του τόπου σε σημαντικό αστικό κέντρο και η προσέλκυση όλο και περισσότερου πληθυσμού. Έχει υπολογιστεί ότι την εποχή του Ιουστινιανού η πόλη φιλοξενούσε περίπου μισό εκατομμύριο ψυχές. Το κέντρο της πόλης ανοικοδομήθηκε. Υλικά ήταν το ξύλο από τα δάση του Βελιγραδίου και το μάρμαρο από το κοντινό νησί της Προκοννήσου, ενώ εργάστηκαν εργάτες και τεχνίτες που ο Κωνσταντίνος έφερε από παντού. Σύγχρονη πηγή αφηγείται ότι η νέα πρωτεύουσα απέκτησε μεγάλες "αγορές, δύο θέατρα, πενήντα δύο στοές, σχολή, τέσσερα δικαστήρια, δεκατέσσερα παλάτια και 4388 επαύλεις" και κοσμήθηκε με εντυπωσιακά έργα τέχνης. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την κατασκευή στην περιοχή μεγάλου αριθμού εκκλησιών, αλλά και μοναστηριών που μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα έφθασαν τον εντυπωσιακό αριθμό των 80! Η Κωνσταντινούπολη, από τον 4ο ως τον 7ο αιώνα, αποτελούνταν συνολικά όχι μόνο από την κυρίως πόλη, αλλά και τους οικισμούς του λόφου του Έβδομου και του Γαλατά, την ανεξάρτητη πόλη της Χαλκηδόνας και από διάφορα προάστια και εμπορεία του Βοσπόρου.