ΠΗΓΕΣ
Ησίοδος, Θεογονία, στ. 1-35
Απ' τις Μούσες ν' αρχίσουμε τραγούδι, τις Ελικωνιάδες, που έχουν τον Ελικώνα, βουνό μεγάλο και ιερό, και γύρω απ' τη μαυρογάλαζη πηγή με πόδια απαλά χορεύουν κι απ' το βωμό του δυνατού γιου του Κρόνου. Κι αφού το τρυφερό σώμα λουστούν στου Περμησού ή στου Αλόγου την πηγή ή στου Ολμειού, στην κορφή του Ελικώνα πλέκουν χορούς ωραίους λαχταριστούς· και δυναμώνουν με τα πόδια τους. Κι από κει τινάζονται, τυλιγμένες με ομίχλη πολλή, και πάνε στη νύχτα αφήνοντας πανέμορφη φωνή, υμνώντας τον αιγιδοκράτη Δία και τη Δέσποινα Ήρα την Αργεία, που περπατάει σε χρυσά σανδάλια, και την κόρη του αιγιδοκράτη γλαυκομάτα Αθηνά και το Φοίβο Απόλλωνα και τη βελονόχαρη Άρτεμη και τον Ποσειδώνα το γαιοκράτη, το γεοσείστη και τη σεβαστή Θέμη και την παιγνιδοβλέφαρη Αφροδίτη και τη χρυσοστέφανη Ήβη και την όμορφη Διώνη και την Ηώ και το μεγάλο Ήλιο και τη λαμπρή Σελήνη και τη Λητώ και τον Ιαπετό και τον στρεψόνοο Κρόνο και τη Γαία και το μεγάλο Ωκεανό και τη μαύρη Νύχτα και το ιερό γένος των άλλων αθάνατων των αιώνιων.
Αυτές κάποτε στον Ησίοδο έμαθαν τ' ωραίο τραγούδι, που έβοσκε τ' αρνιά του κάτω απ' τον ιερό Ελικώνα. Αυτόν σε μένα πρώτα οι θεές είπαν το λόγο, οι Ολυμπιάδες Μούσες, οι κόρες του αιγιδοκράτη Δία: "Αγριοβοσκοί, κακές ντροπές, κοιλιές όμοιοι, ξέρουμε ψέματα πολλά να λέμε σαν αλήθειες, μα ξέρουμε, αν το θέλουμε, και να λέμε την αλήθεια". Έτσι μίλησαν οι κόρες του μεγάλου Δία οι τελειόλογες· και μου 'δωσαν σκήπτρο δάφνης πολύβλαστης βλαστάρι, κόβοντάς το, θαυμάσιο· και μου εμφυσήσανε τραγούδι θεϊκό, για να υμνώ τα μέλλοντα και τα περασμένα. Και με κάλεσαν να ψάλλω το γένος των μακάριων των αιώνιων, κι αυτές στην αρχή και στο τέλος πάντα να τραγουδάω. Αλλά γιατί τα λέω αυτά γύρω απ' το δρυ ή γύρω απ' το βράχο;
Ησίοδος, Άπαντα, Μετάφραση: Σωκράτης Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.
Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, στ. 109-184
Το χρυσό πρώτα γένος των λαλούμενων ανθρώπων οι αθάνατοι έκαναν που έχουν στον Όλυμπο δώματα. Αυτοί ήταν τον καιρό του Κρόνου, όταν μέσα στον ουρανό βασίλευε, σα θεοί ζούσαν έχοντας ανέγνοιαστη ψυχή χωρίς ολότελα κόπους και πόνο κι ούτε τα φοβερά γεράματα ήταν πάνω τους, και πάντα ίδιοι στα πόδια και στα χέρια χαίρονταν στα συμπόσια έξω απ' όλα τα κακά· και πέθαιναν σα δαμασμένοι από τον ύπνο· κι όλα τα καλά τα είχαν· και καρπό έφερνε η ζωοδότρα γη μόνη της πολύν και άφθονον· κι αυτοί θέλοντάς το ήσυχοι τα έργα τους μοιράζονταν μαζί με πολλά αγαθά. Αλλά όταν αυτό το γένος σκέπασε η γη που αγνά, πάνω στη γη, πνεύματα ονομάζονται καλά, προστάτες απ' τα κακά, φύλακες των θνητών ανθρώπων· αυτοί φυλάνε τις δίκες κι απ' τα σκληρά έργα ντυμένοι ομίχλη και γυρίζοντας όλη τη γη, πλουτοδότες, και πήραν αυτό βασιλικό προνόμιο.
Δεύτερο γένος ύστερα πολύ πιο λίγο ευγενικό ασημένιο έκαναν όσοι έχουν δώματα στον Όλυμπο, με το χρυσό ούτε στη φύση όμοιο ούτε στο νου. Αλλά εκατό χρόνια το παιδί κοντά στην τιμημένη μητέρα του ανατρεφόταν παίζοντας, ολότελα παλαβό, στο σπίτι του. Αλλά όταν πια μεγάλωνε και παλικάρι γινόταν, λίγο καιρό ζούσαν, βάσανα τραβώντας με την αμυαλιά τους· γιατί την ανόσια αλαζονεία δε μπορούσαν να κρατούν ο ένας απ' τον άλλο μακριά, ούτε τους αθάνατους να λατρεύουν ήθελαν, ούτε να θυσιάζουν στων μακάριων τους ιερούς βωμούς, όπως είναι το σωστό στους ανθρώπους, κατά τον τόπο τους. Αυτούς μετά ο Δίας ο γιος του Κρόνου τους εξαφάνισε χολωμένος, γιατί τιμές δεν έδιναν στους μακάριους θεούς, που έχουν τον Όλυμπο. Αλλά όταν κι αυτό το γένος σκέπασε η γη αυτοί μακάριοι, κάτω απ' τη γη, απ' τους θνητούς ονομάζονται, δεύτεροι, όμως κι αυτούς ακολουθεί τιμή.
Ο πατέρας Δίας άλλο τρίτο γένος λαλούμενων ανθρώπων χάλκινο έκανε, όχι όμοιο με το ασημένιο, από μελίες, φοβερό κα βαρύ· αυτούς του Άρη τους ένοιαζαν τα πονεμένα έργα κι οι αλαζονείες· και ψωμί δεν έτρωγαν, αλλά αδαμαντίνη είχαν ισχυρόφρονη ψυχή, αζύγωτοι· και μεγάλη βία κι ανέγγιχτα χέρια απ' τους ώμους τους φύτρωναν πάνω στα στιβαρά τους μέλη. Αυτών ήταν χάλκινα τα όπλα, χάλκινα τα σπίτια και το χαλκό δούλευαν· και δεν ήταν το μαύρο σίδερο. Κι αυτοί από τα ίδια τους τα χέρια δαμασμένοι πήγαν στο μουχλιασμένο οίκο του παγερού Άδη ανώνυμοι κι ο θάνατος, κι ας ήταν τρομαχτικοί, τους πήρε ο μαύρος, κι άφησαν το λαμπρό φως του ήλιου.
Αλλά όταν κι αυτό το γένος σκέπασε η γη, κι άλλο πάλι ακόμα γένος τέταρτο στην πολύτροφη γη ο Δίας ο γιος του Κρόνου έκανε, πιο δίκαιο και πιο ευγενικό, των ανθρώπων ηρώων το θείο γένος, που ονομάζονται ημίθεοι, την προηγούμενή μας γενιά πάνω στην άπειρη γη. Κι αυτούς ο κακός πόλεμος κι οι σκληρές συγκρούσεις, άλλους κάτω απ' την εφτάπυλη Θήβα, τη γη του Κάδμου, αφάνισε να πολεμάνε για τα κοπάδια του Οιδίποδα κι άλλους στα καράβια πάνω απ' τον μεγάλο κόλπο της θάλασσας στην Τροία πηγαίνοντάς τους για την ομορφόμαλλη Ελένη. Εκεί άλλους του θάνατου το τέλος σκέπασε και σ' άλλους χωριστά απ' τους ανθρώπους βιος και τόπους δίνοντας ο Δίας ο γιος του Κρόνου τους έβαλε ο πατέρας να κατοικούν στα πέρατα της γης. Κι αυτοί κατοικούν έχοντας ανέγνοιαστη ψυχή στα νησιά των μακαρίων κοντά στο βαθύδινο Ωκεανό, ευτυχισμένοι ήρωες, που γι' αυτούς γλυκό σαν το μέλι καρπό τρεις φορές το χρόνο θαλερό φέρνει η ζωοδότρα γη.
Μακάρι εγώ μαζί να μην ήμουνα με τους πέμπτους ανθρώπους, αλλά ή πριν να είχα πεθάνει ή μετά να γεννιόμουν, γιατί τώρα το γένος είναι σιδερένιο· ώστε την ημέρα δε θα πάψουν απ' τον κόπο και τον πόνο, ούτε τη νύχτα να σβήνουν· κι οι θεοί θα τους δίνουν βαριά βάσανα· αλλά όμως και σ' αυτούς θα είναι ενωμένα τα καλά στα κακά. Κι ο Δίας θ' αφανίσει κι αυτό το γένος των λαλούμενων ανθρώπων, όταν φτάσουν να έχουν γκρίζους κροτάφους στη γέννησή τους. Ούτε ο πατέρας θα είναι σαν τα παιδιά του, ούτε τα παιδιά σαν τον πατέρα τους, ούτε ο ξένος σαν το φιλοξενητή του, ούτε ο σύντροφος σαν το σύντροφο, ούτε ο αδερφός θα είναι φίλος, όπως πριν.
Ησίοδος, Άπαντα, Μετάφραση: Σωκράτης Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.
Σιμπλίκιος, Φυσικά, 24, 13
Απ' αυτούς που λένε ότι η αρχή είναι μία, κινητή και άπειρη, ο Αναξίμανδρος, γιος του Πραξιάδη, από τη Μίλητο, διάδοχος και μαθητής του Θαλή, είπε ότι το άπειρο είναι η αρχή και το στοιχείο των όντων [των πραγμάτων που υπάρχουν] κι ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο "αρχή". Λέει ότι αυτή η αρχή δεν είναι το νερό ούτε τίποτε άλλο από τα λεγόμενα στοιχεία, αλλά μια άλλη άπειρη φύση, από την οποία γεννιούνται όλοι οι ουρανοί και όλοι οι κόσμοι που βρίσκονται μέσα τους. Αυτά από τα οποία γίνεται η γένεση για τα όντα, αυτά στα οποία επιστρέφουν καθώς αποσυντίθενται, κατ' ανάγκην· διότι τιμωρούνται και επανορθώνουν αμοιβαία για την αδικία τους, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου, λέει ο ίδιος με μάλλον ποιητικά λόγια. Είναι φανερό ότι ο Αναξίμανδρος, αφού παρατήρησε τα τέσσερα στοιχεία να μετατρέπονται το ένα στο άλλο, δεν μπορούσε να θεωρήσει κανένα απ' αυτά ως υπο-κείμενο των άλλων, αλλά ως κάτι άλλο εκτός απ' αυτά. Δεν θεωρεί ότι η γένεση παράγεται από την αλλοίωση του στοιχείου, αλλά από τον αποχωρισμό των αντιθέτων χάρη στην αέναη κίνηση. Γι' αυτό τον κατέταξε ο Αριστοτέλης μαζί μ' εκείνους της σχολής του Αναξαγόρα.
Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Μετάφραση: Δ. Ρήσος, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1991.
Θαλής, Περί Αρχών Α Β (Γαληνός)
Αν και ο Θαλής είπε ότι όλα τα πράγματα είναι φτιαγμένα απ' το νερό, υποστηρίζει επίσης ότι τα στοιχεία υφίστανται αμοιβαίες μεταλλαγές [μετατρέπεται το ένα στο άλλο]. Το καλύτερο είναι να παραθέσουμε τα ίδια του τα λόγια από το δεύτερο βιβλίο του έργου του Περί των αρχών: "όσο για τα περίφημα τέσσερα στοιχεία, για τα οποία λέμε ότι πρώτο είναι το νερό, το οποίο θέτουμε κατά κάποιο τρόπο ως μοναδικό στοιχείο, αναμειγνύονται μεταξύ τους μέσω συνένωσης, στερεοποίησης και σύστασης των πραγμάτων του κόσμου. Το πώς το είπαμε ήδη στο πρώτο βιβλίο".
Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Μετάφραση: Δ. Ρήσος, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1991
.
Τυρταίος, Ελεγείες 10
Τιμή να πεθαίνεις στους πρώτους ανάμεσα,
πολεμώντας γερά για την πατρίδα, λεβέντης.
Μα την πατρίδα ν' αφήνεις, τα χωράφια τα πλούσια
και φτωχός να γυρνάς στερημένος απ' όλα,
είναι ντροπή απ' όλες χειρότερη,
να γυρίζεις διωγμένος, με γέρο πατέρα
και μάνα γλυκιά,
με τα παιδιά σου μικρά και την καλή σου γυναίκα.
Βάρος θα είσαι όπου κι αν πας,
ανάγκες γεμάτος και φτώχεια πικρή,
και τη γενιά θα ντροπιάζεις, ανίσχυρος,
και κάθε ατίμωση και συμφορά θ' ακολουθάει.
Τον πλάνητα άντρα και τη γενιά του κανείς
ούτε τον σέβεται ούτε φροντίζει.
Για τη γη μας, λοιπόν, με ψυχή να παλαίψουμε,
για τα παιδιά μας να πέσουμε χωρίς δισταγμό,
δεν είναι τώρα η ζωή μας για λύπη.
Στη μάχη, ω νέοι, τη θέση κρατώντας
μην κάνετε πίσω· και άφοβοι να 'σαστε
με την ψυχή σας στο στήθος γερή και ακράτητη
και τη ζωή σας χαλάλι· άντρας προς άντρα.
Και της μάχης τους συντρόφους -όσους δεν έχουν
της νιότης τη δύναμη,
μην τους αφήνετε στην παράταξη μόνους.
Ντροπή μέσ' τους πρώτους να πέφτει παλιότερος
πριν απ' τον νέο,
με χιόνια μαλλιά και άσπρα τα γένια
και μέσα στο χώμα να ξεψυχά η ψυχή του,
κρατώντας στα χέρια ματωμένα τα όπλα
-ντροπή να τα βλέπεις-
και το σώμα γυμνό ντροπιασμένο να κείται.
Όμως στον νέο όλα ταιριάζουν και όμορφα είναι,
όσο υπάρχει της νιότης η δύναμη.
Τον θαυμάζουν οι άντρες,
τον αγαπούν οι γυναίκες, όσο αναπνέει
και ένδοξος είναι, αν πέσει στους πρώτους.
Όλοι λοιπόν με γερά στυλωμένα τα πόδια στη γη
και τα χείλη με πείσμα να δαγκώνουν ματώνοντας.
Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί 1. Καλλίνος, Τυρταίος, Αρχίλοχος, Μετάφραση: Κ. Τοπούζης, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1997
Στησίχορος, Θηβαΐς (;) 222Α
Ποτέ οι θεοί
στους θνητούς διαμάχη παρόμοια
δεν έριξαν, να βαστάει αιώνια,
ούτε φιλία· οι θεοί κάθε μέρα
το νου των θνητών τον αλλάζουν.
Έτσι μπορεί κι ο τοξοβόλος Απόλλωνας
τις προφητείες που λες ν' ακυρώσει.
Κι αν τα παιδιά μου είναι γραφτό
να σφαχτούν μεταξύ τους -και οι Μοίρες
το όρισαν,
αμέσως ο θάνατος ο φριχτός να με πάρει
πριν τα δεινά αυτά τα πολύκλαυστα
τα δω να βαραίνουν πάνω στα τόσα·
νεκρά τα παιδιά μου στο παλάτι να δω
ή την πόλη παρμένη.
Ελάτε παιδιά μου, σπλάχνα μου, ακούστε·
θα σας πω τι θα γίνει.
"Στον έναν θα δοθεί το παλάτι να έχει
και στης Δίρκης τα νάματα δίπλα να μένει,
και στον άλλον, κρατώντας χρυσά και κοπάδια
του αγαπημένου πατέρα,
να φύγει όπως η Μοίρα το θέλει.
Θα τραβήξετε κλήρο.
Αυτό νομίζω θα είναι η λύση
απ' το κακό του χαμού
-όπως του μάντη ο θείος χρησμός-
αν πράγματι ο Δίας τη γενιά και την πόλη
θα σώσει του Κάδμου
απ' το μεγάλο δεινό που χτυπά
το παλάτι, διώχνοντας."
Έτσι μίλησε η θεϊκή Ιοκάστη
κατά πώς ο Τειρεσίας ο μάντης ερμήνευσε,
με ήπια λόγια μερεύοντας
την οργή των παιδιών της·
και οι γιοι της την άκουγαν.
Αρχαίοι Έλληνες Λυρικοί 3. Σόλων, Στησίχορος, Μετάφραση: Κ. Τοπούζης, Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1997.
Σαπφούς Άπαντα, Μετάφραση: Παναγής Λεκατσάς, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα χ.χ.
Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα, στ. 75-104
Της καλλίκομης Ρέας θυγατέρα ω Δήμητρα άνασσα
θα μάθεις· γιατί σέβομαι πολύ και συμπονώ
τη βαριολυπημένη εσέ για το καλλίσφυρο παιδί σου· άλλος κανείς
απ' τους αθάνατους δεν είναι ο αίτιος πάρεξ ο νεφεληγερέτης Ζεύς,
που την παρέδωσε στον αδερφό του Άδη θαλερή του ομόκλινη
να του είναι· αυτός μες στ' ομιχλώδες σκότος
αφού την άρπαξε την πήγαινε με τ' άλογα ενώ εκείνη δυνατά ξεφώνιζε.
Αλλά θεά πάψε τον μέγα θρήνο· ούτε σου πρέπει
ανώφελα έτσι να εξοργίζεσαι· μήτε για σένα ανάξιος
είναι γαμπρός μες στους αθάνατους ο άρχων των νεκρών ο Αϊδωνεύς
ο αδερφός και ομόσπορός σου· του έλαχε η τιμή
πρώτη φορά όταν έγινε η μοιρασιά στα τρία·
σε κείνους που μαζί τους κατοικεί νάναι ο άρχοντάς τους.
Σαν μίλησε έτσι τ' άλογά του κάλεσε κι αυτά στην προσταγή του
γοργόσυραν πλατύφτερα το ευκίνητο άρμα ως όρνεα·
τότε δεινότερο και πιο άγριο άλγος στην καρδιά της φώλιασε.
Έπειτα χολωμένη με το μαυρονέφελο του Κρόνου τέκνο
αφήνοντας τη σύναξη των θεών και τον πανύψηλο Όλυμπο
στις πόλεις και στους εύφορους αγρούς έφτασε των ανθρώπων
παίρνοντας για πολύ καιρό αλλιώτικη όψη· απ' τους άνδρες
κι απ' τις βαθύζωστες γυναίκες που την κοίταζαν κανείς τους δεν τη γνώρισε
μέχρι στο ανάκτορο να φτάσει του ανδρείου Κελεού
που τότε της ευώδους Ελευσίνας ήταν ο άρχοντας.
Και με θλιμμένη την ψυχή της κάθισε στο δρόμο
κοντά στο φρέαρ το Παρθένιον, όπου οι πολίτες έπαιρναν νερό
στη σκιά, που είχε φυτρώσει επάνωθε θάμνος ελιάς,
ολόιδια με πολύχρονη γριά, που πια από τοκετό
κι από της φιλοστέφανης της Αφροδίτης δώρα έχει αποκλεισθή,
παρόμοιες είναι και οι τροφοί για τα παιδιά των δίκαιων βασιλιάδων
και οι οικονόμες στα πολύβουα τ' ανάκτορα.
Ομηρικοί Ύμνοι, Μετάφραση: Δ. Παπαδίτσας, Ε. Λαδιά, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 1997.
Ομηρικός ύμνος στον Απόλλωνα, στ. 281-304
Από κει γρήγορα έφυγες για την οροσειρά οργισμένος,
κι ήρθες στην Κρίσα κάτω από τον χιονισμένο Παρνασσό
που στρέφεται στον Ζέφυρο η δασοπλαγιά του κι από πάνω
βραχόπετρα κρεμνιέται, ενώ από κάτω απλώνεται βαθουλωτή χαράδρα
τραχειά· εδώ αποφάσισε ο άναξ Φοίβος Απόλλων
ναό να φτιάξει λατρευτό και είπε αυτά τα λόγια·
Λοιπόν εδώ φρονώ περικαλλή ναό να ιδρύσω
νάναι χρηστήριο στους ανθρώπους που για χάρη μου εσαεί
εδώ εκατόμβες θα προσφέρνουν τελεσφόρες,
όσοι στην πλούσια κατοικούνε Πελοπόννησο,
και όσοι στην Ευρώπη και στα περίβρεχτα νησιά,
χρησμό ζητώντας· και σ' αυτούς όλους εγώ αλάνθαστα
θα τους χρησμοδοτώ μέσα στον πλούσιο ναό.
Αυτά σαν είπε έθεσε τα θεμέλια ο Φοίβος Απόλλων
πλατιά και σ' έκταση πολύ μακριά· κι έπειτα πάνω τους
πέτρινο τοποθέτησε κατώφλι ο Τροφώνιος κι ο Αγαμήδης
οι γιοι του Εργίνου, οι προσφιλείς στους αθανάτους θεούς.
Και τότε γένη ανθρώπων αναρίθμητα χτίσανε το ναό
με λίθους λαξευτούς για νάναι πάντα αξιοΰμνητος.
Κι ήταν σιμά καλλίροη κρήνη όπου την δράκαινα
σκότωσε ο άναξ γιός του Δία με το πανίσχυρό του τόξο
το άγριο μεγάλο χοντρό τέρας, που πολλά κακά
στους ανθρώπους προξέναγε πάνω στη γη, πολλά σ' αυτούς
πολλά και στα λιγνόποδα τα πρόβατα, γιατί ήταν συμφορά αιμοσταγής.
Ομηρικοί Ύμνοι, Μετάφραση: Δ. Παπαδίτσας, Ε. Λαδιά, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα 1997.