παλλακεία (η): η συμβίωση με παλλακίδα, η οποία διακρινόταν τόσο από τη νόμιμη σύζυγο όσο και από την εταίρα. Συνήθως επρόκειτο για αιχμάλωτη ή αγορασμένη δούλη. |
περόνη (η): διακοσμητική καρφίτσα για τη συγκράτηση υφασμάτων. |
πηνιόσχημος, -η, -ο: αυτός που έχει σχήμα πηνίου, κουβαρίστρας. |
πήρωση (η): ακρωτηριασμός, τραυματισμός. |
πoδανηπτήρας (ο), ή ποδανηπτήριο (το): λεκάνη, συνήθως από ορείχαλκο που χρησιμοποιούνταν στην πλύση των ποδιών πριν το συμπόσιο. |
προοπτική σύντμηση
ή συνίζηση (η): η συντόμευση γραμμών στην απεικόνιση του αντικειμένου με σκοπό να αποδοθεί το βάθος και το τρισδιάστατό του.
|
Πότνια Θηρών (η): η "Kυρία των θηρίων", μία ανατολική εκδοχή της Άρτεμης. |
προξενικά ψηφίσματα (τα): ψηφίσματα που όριζαν πρόξενο, δηλαδή αντιπρόσωπο των συμφερόντων μίας πόλης μεταξύ των κατοίκων μιας άλλης. Eπίσης ψηφίσματα που απέδιδαν τιμές σε προξένους. |