Τα αρχιτεκτονικά λείψανα στις περισσότερες από τις θέσεις των Σκοτεινών χρόνων είναι πενιχρά, εξαιτίας κυρίως της πρόχειρης κατασκευής της πλειοψηφίας των κατοικιών, ιδίως στην ηπειρωτική Ελλάδα, όπου συνήθιζαν να τις κτίζουν με ωμές πλίνθους επάνω σε λίθινη κρηπίδα. Τέτοιου είδους κτήρια δεν είχαν πιθανότητες να διασωθούν και τα ίχνη τους χάνονταν, όταν οι μεταγενέστεροι άνοιγαν πλατιά και βαθιά σκάμματα για να τοποθετήσουν ογκώδη θεμέλια. Έτσι είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια η φυσιογνωμία των οικισμών αυτή την εποχή. Εμφανίζονται ως συγκροτήματα χωριών ή συνοικιών, όπου δεν υπάρχει καμία οργάνωση, δρόμοι ή οχυρωματικά τείχη. Στην Kρήτη, η Kνωσός είναι καλύτερα γνωστή χάρη στα νεκροταφεία της παρά τις κατοικίες της. Το ίδιο ισχύει και για πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως η Αθήνα, η Kόρινθος, η Σπάρτη και το 'Aργος. Οι περισσότερο καλά διατηρημένοι οικισμοί βρίσκονται εκτός του ηπειρωτικού χώρου, όπως η Ζαγορά στην 'Aνδρο και το Εμποριό στη Χίο που κτίστηκαν εξ ολοκλήρου από πέτρα, σύμφωνα με το ντόπιο παραδοσιακό σύστημα τοιχοδομίας, και δεν είχαν μεγάλη διάρκεια κατοίκησης. Κτισμένοι ο ένας στις αρχές και ο άλλος προς τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. μαρτυρούν μία δημογραφική αύξηση, που μοιάζει να χαρακτηρίζει αυτόν τον αιώνα.
Στον Όμηρο αναφέρονται πόλεις υπό την έννοια των αστικών οικισμών, στις οποίες υπήρχε ένα κέντρο για τη συνάθροιση των πολιτών. Οι πόλεις αυτές είναι ο μόνος τύπος οικισμού που αναφέρεται στα έπη, ενώ δε γίνεται πουθενά μνεία για χωριά, που πρέπει να υπήρχαν σε πολλά μέρη του ελληνικού κόσμου -όπως και αργότερα- και στα οποία ζούσε η πλειοψηφία του πληθυσμού. Η ανασκαφή στα Νιχώρια της Μεσσηνίας έδωσε την ευκαιρία για να σχηματιστεί μία εικόνα της ποιμενικής και γεωργικής ζωής ενός μικρού χωριού των Σκοτεινών χρόνων. Ο πληθυσμός του, ο οποίος δεν ξεπερνούσε τα 100 άτομα, ζούσε σε αψιδωτές καλύβες κτισμένες γύρω από ένα κεντρικό κτήριο, την "κατοικία του αρχηγού". Τα ανεξάρτητα νοικοκυριά που συγκεντρώνονταν σε μικρούς οικισμούς αποτελούσαν τη βάση για τη σχηματοποίηση ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνικότητα στους Σκοτεινούς χρόνους καθοριζόταν από το διπλό άξονα της συγγένειας και της γειτνίασης. Οι περισσότερες οικογένειες στα χωριά πρέπει να συσχετίζονταν, ενώ πολλές θα είχαν συγγενείς σε γειτονικούς οικισμούς. Με τις ομαδοποιήσεις των χωριών δημιουργήθηκαν οι πρώτοι δήμοι και η πλειοψηφία των οίκων τους συνδεόταν με δεσμούς αίματος και επιγαμίας.
Οι οικισμοί των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: σε σταθερούς και ασταθείς. Oι σταθεροί οικισμοί, των οποίων τα καλύτερα παραδείγματα είναι η Αθήνα, το 'Aργος και η Kνωσός, συνιστούν θέσεις που η κατοίκησή τους υπήρξε αδιάσπαστη σε όλη τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων και είχαν μία συνέχεια από την εποχή του Χαλκού μέχρι την Αρχαϊκή περίοδο. Όλες αυτές οι θέσεις θα αποτελέσουν τα κέντρα νεότερων πόλεων-κρατών και είναι γνωστές ως επί το πλείστον λόγω του άφθονου υλικού από τα νεκροταφεία τους. Ο όρος ασταθής οικισμός περιλαμβάνει μία ποικιλία οικισμών, με κοινά χαρακτηριστικά τους την κατοίκηση για σχετικά μικρό διάστημα (από έναν έως τρεις αιώνες) πριν εγκαταλειφθούν και το ότι ποτέ δεν έγιναν το κέντρο κάποιας πόλης-κράτους. Οικισμοί που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είναι το Λευκαντί στην Εύβοια, το Kαβούσι στην Kρήτη, η Ζαγορά, το Εμποριό και τα Νιχώρια. Επομένως, οι ασταθείς οικισμοί παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις από τους σταθερούς, γεγονός που σημαίνει ότι την εποχή αυτή απαντούσαν ποικίλοι αλλά σύγχρονοι κοινωνικοί σχηματισμοί οι οποίοι, ωστόσο, δεν εξελίσσονταν στο σύνολό τους προς την κατεύθυνση της κοινωνικής οργάνωσης, που είναι γνωστή ως πόλις.

| Δομές | Δημογραφία | Δίκαιο | Γεωμετρική περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.