|
ENΔEIKTIKEΣ ΠHΓEΣ
Όμηρος, Iλιάς,
Α 1-7:
Τη μάνητα, θεά, τραγούδα
μας του ξακουστού Αχιλλέα, ανάθεμά τη, πίκρες που 'δωκε στους Αχαιούς
περίσσιες και πλήθος αντρειωμένες έστειλε ψυχές στον 'Aδη κάτω παλικαριών,
στους σκύλους ρίχνοντας να φάνε τα κορμιά τους και στα όρνια ολούθε -
έτσι το θέλησε να γίνει τότε ο Δίας - απ' τη στιγμή που πρωτοπιάστηκαν
και χώρισαν οι δυο τους, του Ατρέα ο γιος ο στρατοκράτορας κι ο μέγας
Αχιλλέας. Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
Όμηρος, Ιλιάς, Ζ 263-278:
Κι ο μέγας κρανοσείστης
Έχτορας απηλογιά της δίνει: "Όχι, κρασί γλυκό, μητέρα μου, μη με κεράσεις
τώρα· μπορεί να μου κοπούν τα γόνατα και της αντρειάς ξεχάσω. Με άπλυτα
χέρια ακόμα σκιάζομαι στο Δία κρασί φλογάτο να στάξω· ουδέ το μαυροσύγνεφο
του Κρόνου υγιό ταιριάζει κανείς ν' ανακαλιέται σ' αίματα λουσμένος και
σε λύθρο. Μα εσύ για πάρε τις αρχόντισσες και στο ναό με δώρα της κουρσολόγας
γαλανόματης παλλάδας μαζωχτείτε· και το υφαντό, που πιο σου φαίνεται πανώριο
και μεγάλο απ' όλα όσα φυλάς στο σπίτι μας, το πιο της αρεσκιάς σου, απίθωσέ
το στης ωριόμαλλης της Αθηνάς τα γόνα· και τάξε της ακόμα δώδεκα δαμάλες
στο ναό της μονοχρονιάρες, αβουκέντρωτες, να σφάξεις, αν θελήσει τώρα
την Τροία και τις γυναίκες μας και τα μωρά παιδιά μας να σπλαχνιστεί κι
απ' το άγιο κάστρο μας να διώξει του Τυδέα το γιο τον άγριο, τον ανήμερο,
που όλοι λακούν μπροστά του. Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
Όμηρος, Ιλιάς, Θ 41-52:
Αυτά είπε, κι έζεψε στο αμάξι του δυο χαλκοπόδαρα άτια, γοργόφτερα, με
χήτες που 'πεφταν χρυσές από το σβέρκο. Χρυσά μετά κι ατός του εφόρεσε,
και πήρε ένα μαστίγι χρυσό, καλοφτιαγμένο, κι έπειτα, στο αμάξι του πηδώντας,
δίνει βιτσιά γοργά στ' αλόγατα, που ολομεμιάς πετάξαν προθυμερά, στης
γης ανάμεσα και στ' αστεράτα ουράνια. Φτάνει στην Ίδα την πολύπηγη, των
αγριμιών τη μάνα, στο Γάργαρο, όπου του 'χαν τέμενος κι ένα βωμό ευωδάτο.
Κει πέρα τ' άτια των αθάνατων και των θνητών ο κύρης κρατάει ξεζεύει κι
ως τους έχυσε πυκνή κατάχνια γύρω, καθίζει ατός του καμαρώνοντας πα στην
κορφή, τα μάτια στ' αργίτικα καράβια ρίχνοντας κα μες στων Τρώων το κάστρο.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
Όμηρος, Ιλιάς, Κ 433-441:
Αν τώρα να χυθείτε θέλετε μέσα στων Τρώων τ' ασκέρι, να τους οι Θράκες,
μόλις που 'φθασαν, στην άκρα, χώρια απ' όλους. Γιος του Ηονέα λογιέται
ο ρήγας τους και Ρήσο τον φωνάζουν. Σαν τα φαριά του έτσι πεντάμορφα και
πιο τρανά δεν είδα· κι από το χιόνι ακόμα ασπρότερα, γοργά σαν τους ανέμους.
Κι είναι το αμάξι του με μάλαμα κι ασήμι δουλεμένο. Αρματωσιά χρυσή, θεόρατη,
να ιδείς και να θαμάξεις, ήρθε φορώντας. Ν' αρματώνουνται με τέτοια αρμάτα
ανθρώποι δε στέκει· μοναχά σε αθάνατους θεούς αυτά ταιριάζουν.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
Όμηρος, Ιλιάς, Π 218-241:
Κι ομπρός απ' όλους ο Αυτομέδοντας και ο Πάτροκλος, ντυμένοι μες στ' άρματά
τους, πηγαινόρχουνταν, με μια καρδιά κι οι δυο τους, μπροστά απ' τους
Μυρμιδόνες στέκοντας να πολεμούν, Κι ωστόσο μπήκε ο Αχιλλέας μες στο καλύβι
του, κι ανοίγει μια κασέλα ωριόξομπλη, που η χιοναστράγαλη του 'χε απιθώσει
Θέτη, μαζί του να την πάρει, στο άρμενο, ξεχειλιστή χιτώνες και κάπες,
να 'χει να ζεσταίνεται, κι ολόσγουρα κιλίμια. Mαστορεμένη κούπα εφύλαγεν
εκεί· με τούτην άλλος άντρας κρασί ποτέ δεν έπινε φλογόμαυρο, και μήτε
σε άλλο θεό σπονδές επρόσφερνε, μόνο στο Δία πατέρα. Την πήρε τότε απ'
την κασέλα του, την πάστρεψε με θειάφι, με λαγαρό νερό τρεχούμενο την
ξέπλυνε κατόπι, κι ατός του ως νίφτηκε, φλογόμαυρο κρασί ανασέρνει, κι
έτσι μες στην αυλή του επήρε κι έσταξε κρασί, ψηλά θωρώντας, κι έκαμε
ευκή, κι ο κεραυνόχαρος τα λόγια του άκουε Δίας: "Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε,
πελασγικέ που μένεις μακριά, την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη, και τρογύρα
χαμοκοιτάμενοι, ανιφτόποδοι, ζουν οι Σελλοί, οι δικοί σου προφήτες· κι
άλλοτε συνάκουσες την προσευκή μου εμένα και μου 'δωσες τιμή, παιδεύοντας
ανήλεα τους Αργίτες· όμοια και τώρα αυτό το θέλημα μη μου το αρνιέσαι
πάλε: ατός μου εγώ στων πλοίων τη σύναξη θα μείνω τώρα πίσω, μα τον πιστό
τους στέλνω ακράνη μου με πλήθος Μυρμιδόνες να πολεμήσει.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
Όμηρος, Ιλιάς, Π 475-486:
Και πήραν ίσιο δρόμο τ' άλογα και στα λουριά στρωθήκαν. Κι εκείνοι οι
δυο τους ξανασίμωσαν με λυσσασμένη αμάχη: μα πάλε ο Σαρπηδόνας λάθεψε
με το λαμπρό κοντάρι, και πέρασε ο χαλός στου Πάτροκλου τον ζερβόν ώμο
απάνω, δίχως ν' αγγίξει· τότε ο Πάτροκλος χιμάει με τη σειρά του, και
το κοντάρι από το χέρι του δεν έφυγε του κάκου, μόν' πέτυχε η καρδιά όπου
βρίσκεται ζωσμένη απ' τ' άλλα σπλάχνα· κι αυτός σωριάστη, όπως σωριάζεται
για δρυς για λεύκα χάμω για πεύκο τρισμεγάλο, που 'κοψαν πα στα βουνά
οι μαστόροι με τα νιοτρόχιστα τσεκούρια τους, καρένα να το κάνουν· όμοια
κι αυτός ομπρός στο αμάξι του και στ' άλογα ξαπλώθη βρουχιώντας, με τα
νύχια ξύνοντας τη ματωμένη σκόνη.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
Όμηρος, Ιλιάς, Σ 468-482:
Ως είπε τούτα, παρατώντας τη στα φυσερά διαγέρνει· στη φλόγα τα 'γυρε
και πρόσταξε ν' αρχίσουν να δουλεύουν. Κι αυτά ήταν είκοσι, και κίνησαν
μαζί, και στα καμίνια φυσούσαν, δυνατά ξεχύνοντας λογής λογής αγέρα, πότε
τον Ήφαιστο, σα βιάζουνταν, γοργά να παραστέκουν, και πότε πάλε όπως τον
βόλευε, να βγει η δουλειά ως την άκρα. Ρίχνει μετά καλάι κι ατίμητο μες
στη φωτιά χρυσάφι και ασήμι και χαλκό ακατάλυτο, και γρήγορα απιθώνει
το αμόνι το τρανό στο κούτσουρο, και πήρε στο 'να χέρι τη δυνατή βαριά,
και στο άλλο του χερώνει το διλάβι. Και πρώτα δυνατό, θεόρατο βάζει μπροστά
σκουτάρι δουλεύοντάς το ολούθε· στέριωσε τριπλό λαμπρό στεφάνι λιόφωτο
γύρα, και το κρέμασεν από λουρί ασημένιο. Με πέντε φύλλα τότε το ΄στρωσε,
μετά στη ράχη απάνω λογής λογής πλουμίδια εχάραξε με τη σοφή του τέχνη.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
Όμηρος, Ιλιάς, Σ 561-572:
Κι έβαζε μέγα αμπέλι απάνω του σταφύλια φορτωμένο, χρυσό πανέμορφο, κι
εκρέμουνταν τσαμπιά από κάτω μαύρα, κι ως πέρα εστύλωναν τα κλήματα διχάλες
ασημένιες. Κι άνοιξε σμάλτινο ζερβόδεξα χαντάκι, και τρογύρα από καλάι
το φράχτη εσήκωσε· κι ένα ως τ' αμπέλι μόνο τραβούσε μονοπάτι, που παίρναν
οι αργάτες που τρυγούσαν. Και κουβαλούσαν το μελόγλυκο καρπό στους ώμους
πάνω κοπέλες κι άγουροι χαρούμενοι μες σε πλεχτά κοφίνια· κι αναμεσό τους
την ψιλόφωνη κιθάρα κάποιο αγόρι γλυκά βαρώντας όμορφα έψελνε του Λίνου
το τραγούδι με γάργαρη φωνή· κι οι επίλοιποι στη γη τα πόδια εκρούγαν
ξοπίσω του, πηδούσαν, φώναζαν και τραγουδούσαν όλοι.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
Όμηρος, Ιλιάς, Ω 507-524:
Είπε, και τον καημό τού εφούντωσε για το δικό του κύρη, κι έσπρωξε ανάλαφρα
το γέροντα, το χέρι πιάνοντάς του. Μαζί τους έπνιξαν οι θύμησες, τον έναν
του αντρειωμένου του Εχτόρου, κι έκλαιγεν, ως σούρνονταν μπρος στου Αχιλλέα
τα πόδια· θρηνούσε κι ο Αχιλλέας, τον κύρη του θυμάμενος, και πότε τον
Πάτροκλο, κι ως πέρα οι θρήνοι τους γιομίζαν το καλύβι. Μα σύντας ο Αχιλλέας
εχόρτασεν ο αρχοντικός το κλάμα, κι ο πόθος απ' τα σπλάχνα του έφυγε κι
από τα γόνατά του, πετάχτη απ' το θρονί κι ανάσκωσε το γέροντα απ' το
χέρι, ψυχοπονώντας τον για το άσπρο του κεφάλι, τ' άσπρα γένια, και κράζοντάς
τον με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια: "'Aμοιρε εσύ και που ποτίστηκες
πικρά φαρμάκια τόσα! Μονάχος να 'ρθεις πώς το βάσταξες στ' αργίτικα καράβια,
τον άντρα ν' αντικρίσεις, που άμετρους και ψυχωμένους γιους σου σου χάλασα;
Καρδιά από σίδερο στα στήθια αλήθεια κλείνεις! Μόν' έλα, στο θρονί για
κάθισε, και τους καημούς μας όλους να γαληνέψουν ας αφήσουμε, κι ας καίγεται
η καρδιά μας· όχι, δε βγαίνει τίποτα όφελος απ' το φριχτό το κλάμα.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.
|