Το άταφο σώμα, το σώμα που άργησε να ταφεί ή που θάφτηκε χωρίς την πρέπουσα ιεροτελεστία, προκαλούσε ανησυχία και συντηρούσε μακραίωνες μεταφυσικές δοξασίες στη συνείδηση των κατοίκων της Οθωμανικής επικράτειας. Η ανησυχία μεγάλωνε στις περιόδους των επιδημιών και των πολέμων, μια και στις περιστάσεις αυτές συνήθως παρακάμπτονταν οι καθιερωμένες τελετουργίες του ενταφιασμού. Συχνά, μετά το τέλος μιας επιδημίας, ανοίγονταν οι πρόχειροι ομαδικοί τάφοι για να ενταφιαστούν με τον αρμόζοντα τρόπο οι νεκροί μιας οικογένειας. Οι πρόωρες αυτές εκταφές έφερναν στο φως τρομακτικές αλλοιώσεις των νεκρών σωμάτων: αύξηση της τριχοφυίας, τυμπανισμός ή εκπλάτυνση των χαρακτηριστικών. O τρόμος μεγάλωνε όταν οι εικόνες αυτές συνδυάζονταν συνειρμικά με τις αναμνήσεις από τις τελευταίες στιγμές του νεκρού: λίγες σταγόνες αίμα να κυλούν από το στόμα, λίγο πριν ξεψυχήσει. Oι συνειρμοί αυτοί δεν ήταν δύσκολο να καταλήξουν σε πλάσματα της φαντασίας. Βρυκόλακες και νεκροί που ζωντανεύουν τη νύχτα μπερδεύονταν με τις εικόνες της πανούκλας, οδηγώντας συχνά τους ανθρώπους της εποχής στο σημείο να αποδώσουν την αιτία της επιδημίας σε τέρατα της φαντασίας.
Δεν είναι τυχαίο πως οι μορφές που έπαιρναν στις λαϊκές δοξασίες τα πλάσματα αυτά έμοιαζαν με τα ζώα που ευθύνονταν για τη διάδοση της πανούκλας. Ποντίκια και νυχτερίδες, ζώα με κοφτερά δόντια που ζουν στο σκοτάδι έδιναν μορφή στα δημιουργήματα του τρόμου και της άγνοιας. Η άγνοια αυτή μερικές φορές γινόταν εξαιρετικά επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία. Στις τελετές που οργανώνονταν για τον εξορκισμό του κακού, εξέθαβαν, έκαιγαν ή παλούκωναν όργανα συνδεδεμένα με το αίμα (καρδιά ή συκώτι), με αποτέλεσμα να εκθέτονται περισσότεροι άνθρωποι στη μολυσματική νόσο. Κάποτε συμμετείχαν στις τελετές αυτές και ιερείς, γεγονός που ανάγκαζε αρκετά συχνά την Εκκλησία να καταδικάζει παρόμοιες πρακτικές. Το 16ο αιώνα ο μοναχός Μάρκος από τις Σέρρες συγγράφει τη "Ζήτησιν περί βουλκολάκκων" και βάλλει ενάντια σε βαθιά ριζωμένες προλήψεις και φοβίες, προσπαθώντας να ορθολογικοποιήσει την ενοχή μιας κοινότητας που δε φρόντισε, όπως έπρεπε, τους νεκρούς της.