ENΔEIKTIKEΣ ΠHΓEΣ

Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 342-367:

Αυτόν που σ' αγαπάει να καλείς σε τραπέζι, τον εχθρό σου άσ' τον, κι αυτόν να καλείς πιο πολύ, που κατοικεί κοντά σου· Γιατί αν γίνει τίποτα αλλιώτικο στον τόπο σου, οι γείτονες άζωστοι θα 'ρθουν, οι συμπέθεροι θα ζωστούν. Κακό ο κακός γείτονας, όσο ο καλός καλό μεγάλο. Τιμή του έλαχε, όποιου του έλαχε καλός γείτονας. Ούτε το βόδι σου χάνεται, αν ο γείτονας δεν είναι κακός. Μέτρα καλά τι παίρνεις απ' το γείτονα και σωστά να το ξαναδίνεις με το ίδιο μέτρο και καλύτερο αν μπορείς, έτσι που αν βρεθείς σε ανάγκη στο μέλλον να το βρεις ακούμπημα. Μην κερδίζεις κακά· τα κακά κέρδη είναι ζημιές. Αγάπα όποιον σ' αγαπάει, να καλοδέχεσαι όποιον σε καλοδέχεται. Και να δίνεις σ' όποιον σου δίνει και να μη δίνεις σ' όποιον δε σου δίνει. Στον ανοιχτοχέρη κανείς δίνει, στο σφιχτοχέρη δε δίνει κανείς. Η δόση είναι καλή, η αρπαγή κακή, δίνει το θάνατο. Γιατί όποιος άνθρωπος θέλοντας, αυτός, κι αν πολλά δώσει, χαίρεται που δίνει και τέρπεται στην ψυχή του· αλλά όποιος πάρει ο ίδιος ακούγοντας την αδιαντροπιά, και λίγο να 'ναι, αυτό του παγώνει την καρδιά. Γιατί κι αν βάλεις λίγα πάνω στα λίγα κι όποιος φέρνει κι άλλα σ' όσα έχει, αυτός θα φυλαχτεί απ' τη λαμπρομάτα πείνα· και συχνά το κάνεις αυτό, γρήγορα κι αυτό θα γίνει μεγάλο. Αυτό που είναι αποθηκευμένο στο σπιτικό έγνοια δε δίνει στον άνθρωπο. Καλύτερα να 'ναι στο σπίτι σου, γιατί βλάπτει το απέξω. Καλό είναι να παίρνεις απ' αυτό που έχεις, πόνος στην ψυχή να θέλεις αυτό που λείπει, αυτά σου παραγγέλνω να σκεφτείς.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.



Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 618-645:

Κι αν για ταξίδια στην άγρια θάλασσα πόθος πιάνει, όταν οι Πλειάδες τη βαριά δύναμη του Ωρίωνα ξεφεύγοντας πέφτουν στον ομιχλώδη πόντο, τότε όλων των ειδών των ανέμων οι άγριες πνοές φυσάνε· και τότε μην έχεις καράβια στον κρασάτο πόντο, και θυμήσου να δουλεύεις τη γη, όπως σ' ορμηνεύω. Και το καράβι τράβα στη στεριά και καλά στέριωσέ το με πέτρες ολόγυρα, για ν' αντέξουν την ορμή των ανέμων που φυσάνε υγροί βγάζοντας τον πείρο, για να μην τον σαπίσει η βροχή του Δία. Κι όλη την αρματωσιά του φροντισμένα φύλαξέ τη στο σπίτι σου όμορφα τυλίγοντας τα φτερά του ποντοπόρου καραβιού· και το καλοδουλεμένο τιμόνι σου κρέμασε πάνω απ' τον καπνό. Κι εσύ περίμενε το ταξίδι στην ώρα του, ώσπου να 'ρθει· και τότε το γρήγορο καράβι τράβηξε στην θάλασσα και μέσα το φορτίο το σωστό φόρτωσε, για να φέρεις κέρδος στο σπίτι, όπως ο δικός μας πατέρας, μεγάλε ανόητε Πέρση, αυτός κάποτε ήρθε κι εδώ, περνώντας πόντο μεγάλο, αφήνοντας την Κύμη της Αιολίδας, σε μαύρο καράβι· όχι απο περιουσία ξεφεύγοντας ούτε πλούτο ούτε αγαθά, αλλ' απ' την άθλια φτώχεια που δίνει ο Δίας στους ανθρώπους· και κατοίκησε κοντά στον Ελικώνα σε δυστυχισμένο χωριό, στην 'Aσκρα, το χειμώνα κακό, το καλοκαίρι ανυπόφορο, ποτέ καλό. Κι εσύ, Πέρση, να θυμάσαι τα έργα στην ώρα τους όλα, και πιο πολύ τα θαλασσινά. Παίνεσε, το μικρό καράβι, αλλά φόρτωσε μεγάλο. Πιο μεγάλο το φορτίο, πιο μεγάλο και το κέρδος του θα είναι, αν οι άνεμοι κρατούν μακριά τις κακές τους πνοές.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1993.



Ησίοδος, Θεογονία, 862-866:

Και πολλή τεράστια καιγόταν γη με θαυμαστό ατμό και έλιωσε σαν καλάι στην τέχνη των μαστόρων σε καλοτρυπημένες χοάνες ζεσταμένο, ή σα σίδερο, που είναι το πιο γερό, που στου βουνού τα φαράγγια δαμασμένο με καυτερή φωτιά λιώνει στη θεϊκή γη με την τέχνη του Ηφαίστου.
Μετάφραση: Σ. Σκαρτσής, Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992.



Όμηρος, Ιλιάς, Ι 121-143:

Ακούστε με όλοι, τα περίλαμπρα να νοματίσω δώρα:
Εφτά τριπόδια αγκίνιαστα, είκοσι στραφταλιστά λεβέτια,
δίσκους χρυσάφι δέκα, δώδεκα καλοθρεμμένους μαύρους
στεφανοφόρους, που αγωνίστηκαν στο δρόμο και νικήσαν.
Με δίχως χρήματα δε θα 'μενε που θα 'παιρνε όλα τούτα,
μήτε καθόλου το αξετίμητο θα του 'λειπε χρυσάφι,
αν είχε τα όσα τ' άτια μου 'φεραν απ' τους αγώνες πλούτη.
Κι εφτά γυναίκες που αψεγάδιαστες κατέχουν τέχνες δίνω,
λέσβισσες, που όντας την καλόχτιστη πάτησε Λέσβο εκείνος.
είχα διαλέξει, και το ταίρι τους στην ομορφιά δεν είχαν.
Κι αυτές θα δώσω, κι από πάνω τους την που του πήρα τότε,
τη Βρισοπούλα κόρη, δίνω του· κι όρκο τρανό του κάνω,
πως δεν ανέβηκα στην κλίνη της, δεν έσμιξα μαζί της,
καθώς το συνηθίζουμε όλοι μας στη γη, γυναίκες και άντρες.
Αυτά θα τα 'χει ευτύς· κι αργότερα, σαν οι θεοί μάς δώσουν
το μέγα κάστρο να πατήσουμε του Πρίαμου, και τα κούρσα
οι Αργίτες βάλουμε στο μοίρασμα, τότε ο Αχιλλέας ας έρθει
και το καράβι του με μάλαμα και με χαλκό ας φορτώσει·
κι ατός του της Τρωάδας είκοσι γυναίκες ας διαλέξει,
που μοναχά η Ελένη η αργίτισσα να τις περνά στα κάλλη.
Και στο 'Aργος πίσω το πολύκαρπο σα γύρουμε, γαμπρός μου
να γίνει, και τιμή περίτρανη θα του 'χω, σαν του Ορέστη,
που χαϊδεμένος μου ανασταίνεται μες σε αρχοντιά μεγάλη.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Λ 670-684:

Νιος να 'μουν, θε μου, κι αξεθύμαστη την πρώτη ορμή μου να 'χα.
σαν τότε που τα βόδια αρπάξαμε και πιάστηκαν μαζί μας
οι Ηλείοι, τη μέρα εγώ που σκότωσα το γαύρο Ιτυμονέα,
το γιο του Υπείροχου, στη Ήλιδα που ζούσε, κι ως επήγα
κούρσα να πάρω γι' αντιπλέρωμα, τον πέτυχα απ' τους πρώτους
με κονταριά, καθώς διαφέντευε τα βόδια του μπροστά μου.
Κι έπεσε χάμω, κι όλο εσκόρπισε το ασκέρι του, οι ξωτάροι.
Κι από τον κάμπο βιος αρίφνητο μαζώξαμε δικό τους·
πενήντα βουκολιά τους πήραμε και γιδαριά πενήντα,
πενήντα αρπάξαμε αρνοκόπαδα και τόσα χοιροστάσια,
και τρεις φορές πενήντα αλόγατα ξανθοτριχάτα ακόμα,
φοράδες όλες τους, κι οι πιότερες βυζαίναν και πουλάρια.
Κι όλα τα κούρσα αυτά τα φέραμε μες στου Νηλέα την Πύλο,
τη νύχτα, στο καστρί· και χάρηκε στα φρένα του ο Νηλέας,
που πήγα τόσο νιος στον πόλεμο και τόσα κούρσα επήρα.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Μ 310-321:

"Γλαύκο, γιατί σε τόσο ξέχωρη τιμή τους δυο μας έχουν,
με κρέατα, με ποτήρια ξέχειλα, πα στην κορφή της τάβλας,
μες στη Λυκία, κι ο κόσμος σύψυχος σάμπως θεούς μας έχει;
Τρανό μετόχι μας εχάρισαν στους όχτους πλάι του Ξάνθου
να το χαιρόμαστε πανέμορφο, με αμπέλια, με χωράφια.
Γι' αυτό πρεπό 'ναι να στεκόμαστε μέσα στους πρώτους τώρα
απ' τους Λυκιώτες, και να πέφτουμε μες στη φωτιά της μάχης.
Τούτα να πει κάποιος χαλκόφραχτος Λυκιώτης βλέποντάς μας:
Αλήθεια, ανάξια οι βασιλιάδες μας δε ρηγαδεύουν, όχι,
μες στη Λυκία, δεν τρώνε ανώφελα και τα παχιά τ' αρνιά μας
και πίνουν και κρασί μελόγλυκο, τι έχουν αντρειά περίσσια,
και μες στους πρώτους πρώτους μάχουνται Λυκιώτες εδώ πέρα.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Ξ 121-125:

Μια κόρη του 'Aδραστου παντρεύτηκε κι αρχοντεμένα εζούσε
σε πλούσιο σπίτι· σταροχώραφα δικά του πλήθος είχε
κι άλλα πολλά τρογύρα χτήματα με δέντρα και μ' αμπέλια·
κι είχε και πλήθος αρνοκάτσικα, και πρώτος στο κοντάρι
απ' τους Αργίτες· θα 'χετε ακουστά και σεις αν είπα αλήθειες.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Σ 483-489:

Βάζει τη γης, βάζει τη θάλασσα, βάζει τα ουράνια απάνω,
βάζει τον ήλιο τον ακούραστο, τ' ολόγιομο φεγγάρι,
κι όλα τ' αστέρια, ως σταφανώνουνε τον ουρανό τρογύρα·
το Αλετροπόδι, τα Βροχάστερα, την ώρια Πούλια βάζει
και το Χορό τον Εφταπάρθενο, που τόνε λεν κι Αμάξι,
κι αυτού γυρνάει παραμονεύοντας το Αλετροπόδι πάντα,
και μόνο αυτός λουτρό δε χαίρεται στον Ωκεανό ποτέ του.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Σ 541-589:

Κι έβαζε ακόμα απάνω νιόσκαφτο, παχύ, πλατύ χωράφι,
με αφράτο χώμα, τριπλογύριστο· πολλοί ζευγάδες μέσα
φέρναν τρογύρα τα ζευγάρια τους κι οργώναν δώθε κείθε·
και κάθε που γύριζαν κι έφθαναν στου χωραφιού την άκρα,
τους ζύγωνε ένας και τους έδινε κρασί γλυκό μια κούπα,
στο χέρι καθενός· και γύριζαν στους όργους πίσω εκείνοι,
και στου βαθιού να φτάσουν βιάζουνταν του χωραφιού την άκρα.
Κι η γης μαυρολογούσε πίσω τους και φάνταζε οργωμένη,
χρυσή κι ας ήταν· τέτοιο η τέχνη του μεγάλο θάμα αλήθεια!
Κι έβαζε ακόμα χτήμα απάνω του βασιλικό, κι αργάτες
θέριζαν, κοφτερά στα χέρια τους φουχτώνοντας δρεπάνια·
άλλα χερόβολα σωριάζουνταν στο χώμα αράδα αράδα,
κι άλλα τα δέναν με ασταχόσκοινα γερά οι δεματιαστάδες·
κι ήτανε τρεις που τα δεμάτιαζαν, και πίσω τους αγόρια
τρέχαν, μάζευαν τα χερόβολα, στην αγκαλιά τα παίρναν,
και τα 'διναν πιο πίσω· αμίλητος ο βασιλιάς στεκόταν
με το ραβδί του απάνω στ' όργωμα, βαθιά του αναγαλλιώντας.
Κάπου πιο πέρα οι κράχτες σύνταξαν κάτω από δρυ το γιόμα·
βόδι τρανό είχαν σφάξει κι έψηναν με προθυμιά, κι οι δούλες
σωρό το αλεύρι το άσπρο εζύμωναν, να φαν οι θεριστάδες.
Κι έβαζε μέγα αμπέλι απάνω του σταφύλια φορτωμένο,
χρυσό πανέμορφο, κι εκρέμουνταν τσαμπιά από κάτω μαύρα,
κι ως πέρα εστύλωναν τα κλήματα διχάλες ασημένιες.
Κι άνοιξε σμάλτινο ζερβόδεξα χαντάκι, και τρογύρα
από καλάι το φράχτη εσήκωσε· κι ένα ως τ' αμπέλι μόνο
τραβούσε μονοπάτι, που 'παιρναν οι αργάτες που τρυγούσαν.
Και κουβαλούσαν το μελόγλυκο καρπό στους ώμους πάνω
κοπέλες κι άγουροι χαρούμενοι μες σε πλεχτά κοφίνια·
κι ανάμεσό τους την ψιλόφωνη κιθάρα κάποιο αγόρι
γλυκά βαρώντας όμορφα έψελνε του Λίνου το τραγούδι
με γάργαρη φωνή· κι οι επίλοιποι στη γη τα πόδια εκρούγαν
ξοπίσω του, πηδούσαν, φώναζαν και τραγουδούσαν όλοι.
Κοπάδι ακόμα από ορθοκέρατα γελάδια βάζει απάνω,
κι ήταν τα βόδια κι από μάλαμα και από καλάι φτιαγμένα·
κι απ' το μαντρί τους μουκανίζοντας για τη βοσκή βιαζόνταν
στο βροντερό αποδίπλα ποταμό, στα λυγερά καλάμια.
Βοσκοί μαλαματένιοι τέσσεροι τραβούσαν με τα βόδια,
κι αντάμα εννιά σκυλιά γοργόποδα ξοπίσω τους ακλούθουν.
Ωστόσο δυο λιοντάρια ανήμερα στου κοπαδιού τον κάβο
ταύρο είχαν πιάσει μουκανιάρικο, κι ως τον εσέρναν, πέρα
τα μουγκρητά του αχούσαν· πίσω του βοσκοί και σκύλοι ετρέχαν·
μα αυτά προλάβαν και ξεσκίζοντας του ταύρου το τομάρι
το αίμα το μαύρο και τα σπλάχνα του ρουφούσαν, κι οι τσοπάνοι
του κάκου αγγρίζαν τα γοργόποδα σκυλιά να τους ριχτούνε·
τι αυτά μπροστά στους λιόντες δείλιαζαν, κι αντίς να τους δαγκάσουν
χιμώντας, στέκαν δίπλα, εγαύγιζαν, και πίσω πάλε εφεύγαν.
Κι έβαζε απάνω ο Κουτσοπόδαρος μεγάλο βοσκοτόπι,
κατάσπρα πρόβατα να βόσκουνε σε λαγκαδιά πανώρια,
κι ακόμα στάνες και ξερόμαντρες και σκεπαστές καλύβες.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Ιλιάς, Ψ 740-745:

Βραβεία καινούρια για το τρέξιμο τότε ο Αχιλλέας πιθώνει,
καλόφτιαστο κροντήρι ολάργυρο, που εχώραε λίτρες έξι,
κι άλλο, στη γης ακέρια αν έψαχνες, τη χάρη του δεν είχε.
Μαστόροι ξακουστοί το δούλεψαν με τέχνη, απ' τη Σιδώνα,
και Φοίνικες το φέραν σκίζοντας το ανταριασμένο κύμα,
κι ως στο λιμάνι αράξαν φτάνοντας, στο Θόαντα το χαρίσαν.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, α 180-189:

Μέντη με λεν, κι οι καραβόχαροι Ταφιώτες μ' έχουν ρήγα.
Εδώ έχω φτάσει με τους συντρόφους στο πλοίο μου· ταξιδεύω
για τόπο αλλόγλωσσο, την Τέμεσα, στο πέλαο το κρασάτο,
στραφταλιστό να δώσω σίδερο, χαλκό να πάρω πίσω.
Μακριά απ' το κάστρο το καράβι μου στα ξώμερα προσμένει,
κάτω απ' το Νήιο το πολύδεντρο, στο Ρείθρο το λιμάνι.
Και φίλοι γονικοί λογιόμαστε πως είμαστε από χρόνια
παλιά· για τράβα, αν θες, στο γέροντα, τον αντρειανό
Λαέρτη και ρώτα τον· [...]
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, α 306-318:

Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απολογιά της δίνει:
"Αλήθεια, ξένε, καλοπρόθετα τα λόγια σου, σαν κύρη
το γιο του που αρμηνεύει· πάντα μου θα τα κρατώ στα φρένα.
Όμως ακόμα λίγο πρόσμενε, κι ας βιάζεσαι να φύγεις·
και σύντας πια λουστείς και τρώγοντας φραθείς, το δρόμο παίρνεις
για το καράβι σου χαρούμενος, κρατώντας κάποιο δώρο
πανέμορφο και πολυτίμητο, δικό μου θυμητάρι,
να το φυλάς οι φίλοι ως δίνουνε στους φίλους απ' αγάπη".
Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απολογήθηκε κι είπε:
"Θέλω να φύγω, πια ετοιμάστηκα, το δρόμο μη μου κόβεις!
Κι όποιο η καρδιά σου τώρα σ' έσπρωξε να μου διαλέξεις δώρο,
σα θα διαγέρνω, χάρισέ μου το· να 'ναι όμορφο μονάχα,
στο σπίτι να το πάω κι αντίδωρο παράξιο να σου δώσω".
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, β 288-291:

Όμως εσύ στο σπίτι πήγαινε και σμίγε τους μνηστήρες,
κι ετοίμασε θροφές και κλείσε τις μες σε δοχειά, και βάλε
κρασί σε στάμνες, και κριθάλευρο, μεδούλι των ανθρώπων,
σε σάκους, μέσα· [...]
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, β 337-347:

Λέγαν, μα αυτός στο αψηλοτάβανο του κύρου του κελάρι
κατέβη το φαρδύ, κει που 'κρυβε χρυσάφι στοιβαγμένο
και λάδι ευωδιαστό και χάλκωμα, και ρούχα στις κασέλες·
κι ήταν πιθάρια για γλυκόπιοτο, παλιό κρασί, στημένα
γραμμή, γεμάτα ανεροκόπητο, θεϊκό πιοτό, στον τοίχο
δίπλα αναγέρνοντας, αν γύριζε στο σπίτι του ο Οδυσσέας
μέσα από τόσα πάθη κάποτε. Μια πόρτα το κελάρι
σφαλνούσε με διπλά πορτόφυλλα, καλαρμοσμένη, στέρια·
και μια κελάρισσα νυχτοήμερα βρισκόταν εκεί μέσα
και φύλαε· το μυαλό της έκοβε καλά μαθές -η Ευρύκλεια,
που ήταν αγγόνα του Πεισήνορα και του Ώπα κόρη·
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, β 349-355:

"Νένα, τις στάμνες, έλα, γέμισε κρασί γλυκό, και να 'ναι
απ' τα κρασιά μας το καλύτερο, μετά απ' αυτό που κρύβεις
για το θεϊκό Οδυσσέα, τον άμοιρο, με την ελπίδα πάντα
πως θα 'ρθει κάπουθε ξεφεύγοντας τις Λάμιες του θανάτου.
Να μου γεμίσεις στάμνες δώδεκα, να τις βουλώσεις όλες,
και σε δερμάτια κριθαράλευρο καλοραμμένα βάλε·
είκοσι μόδια να 'ναι θα 'θελα καλαλεσμένο αλεύρι.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, η 103-131:

Πενήντα μέσα στο παλάτι του γυναίκες σκλάβες έχει·
άλλες αλέθουν στους χερόμυλους καρπό χρυσό σα μήλο,
άλλες υφαίνουν για τη ρόκα τους γυρνούνε, καθισμένες,
καθώς της λεύκας της λιγνόκορμης τα φύλλα, δίπλα δίπλα,
κι απ' τα καλόκρουστα υφασίδια τους το λάδι αποσταλάζει·
τι όσο τους άλλους άντρες ξεπερνούν οι Φαίακες, στα πελάγη
να κυβερνούν τα γρήγορα άρμενα, παρόμοια πρώτες είναι
στην τέχνη του αργαλειού οι γυναίκες τους· τις μοίρανε η Παλλάδα
και από δουλειές να νιώθουν όμορφες και μυαλωμένες να 'ναι.
Απόξω απ' την αυλή του βρίσκεται χτήμα τρανό, εκεί δίπλα,
τέσσερα στρέμματα, που ζώνεται με φράχτη γύρω γύρω·
και μέσα εκεί ψηλά κι ολόχλωρα φυτρώνουν δέντρα πλήθος:
εκεί αχλαδιές, μηλιές χρυσόκαρπες, ρογδιές φυλλομανούνε,
εκεί συκιές γλυκές κι ολόχλωρες ελιές θωρείς ολούθε.
Καρπός δε χάνεται, μια που 'δεσε, κι ουδέ τους απολείπει
χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα· τι ασίγαστα φυσώντας
εδώ γεννάει καρπούς ο ζέφυρος κι άλλους εκεί γουρμάζει.
Απίδι απά στο απίδι ψήνεται και μήλο απά στο μήλο,
σύκο στο σύκο απάνω, αδιάκοπα, σταφύλι στο σταφύλι.
Ακόμα αμπέλι εκεί πολύκαρπο του βασιλιά ριζώνει·
στο 'να του μέρος, για το στέγνωμα των σταφυλιών στον ήλιο,
έχει ένα αλώνι, κι άλλα είναι ώρα τους να τα τρυγήσουν, κι άλλα
να τα πατήσουν, κι άλλα είναι άγουρα πιο πέρα, τον αθό τους
μόλις που τίναξαν, και παίρνουνε να κοκκινίζουν άλλα.
Κει που τελεύουν πια τα κλήματα, λογής λογής, με τάξη
βαλμένες οι βραγιές κατάχλωρες ολοχρονίς φουντώνουν.
Είναι και βρύσες δυο· ποτίζεται τρογύρα το περβόλι
από τη μια, και τρέχει η δεύτερη στο σπίτι, απ' το κατώφλι
περνώντας κάτω της αυλόπορτας, νερό να παίρνει ο κόσμος.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ι 105-141:

Κι ανοίξαμε πανιά και φύγαμε με πικραμένα σπλάχνα,
ως που ξεπέσαμε στων άνομων, ανήμερων Κυκλώπων
τη γη, που αφήνουν στους αθάνατους θεούς τις έγνοιες όλες,
κι ουδέ φυτεύουν με τα χέρια τους ποτέ κι ουδέ κι οργώνουν·
όλα τους άσπαρτα κι ανόργωτα φυτρώνουν απ' το χώμα,
στάρι, κριθάρι· μεγαλόρωγα στ' αμπέλια τους σταφύλια
απ' τις βροχές του Δία τρανεύοντας κρασί τους δίνουν πλήθιο.
Να βουλευτούν δεν έχουν σύναξες κι ουδέ από νόμους ξέρουν·
στων αψηλών βουνών τ' ακρόκορφα σε σπήλια μέσα ως ζούνε,
χώρια απ' τους άλλους τις γυναίκες του και τα παιδιά του ορίζει
ο καθανείς, κι ουδέ που γνοιάζεται τι κάνει ο γείτονάς του.
Ένα νησί που λέτε απλώνετε μπρος στο λιμάνι, αγρίδι,
μήτε κοντά μήτε κι απόμακρα στη χώρα των Κυκλώπων,
πυκνό λογγάρι· γίδια αρίφνητα βοσκολογούνε μέσα
-αγριόγιδα· τι ανθρώπου πάτημα δεν τ' αποδιώχνει εκείθε·
οι αγριμολόοι, που από 'να ακρόκορφο σε άλλο περνούν και σέρνουν
στους λόγγους μέσα τόσα βάσανα, δεν έρχονται εδώ πέρα·
κάμποι οργωμένοι εδώ δε βρίσκουνται μηδέ θωρείς κοπάδια·
όλα είναι ανέσπαρτα κι ανόργωτα χειμώνα καλοκαίρι,
κι ούτε άνθρωπος κανείς, αγριόγιδες βελάστρες βόσκουν μόνο·
τι οι Κύκλωπες αλικομάγουλα πλεούμενα δεν έχουν,
κι ουδέ μαστόρους έχουν γι' άρμενα, να πιάσουν να σκαρώσουν
γι' αυτούς καράβια καλοκούβερτα, να τα τελεύουν όλα
σε ξένες πολιτείες αράζοντας, ως συνηθούν οι ανθρώποι
να σκίζουν με τα πλοία τη θάλασσα και να συναγρικιούνται.
Αυτοί και το νησί θα μέρωναν, σοδιά να δίνει πλούσια·
τι η γη κακή δεν ήταν· θα 'βγαζε τα πάντα στον καιρό τους·
λιβάδια στης ψαριάς της θάλασσας το κύμα πλάι θωρούσες,
αφράτα, με νερά· θα κάρπιζαν εδώ τ' αμπέλια αιώνια.
Κι είχε καλά χωράφια ο τόπος τους· σπαρτά τον κάθε χρόνο
βαθιά θα θέριζαν στην ώρα τους, τι ήταν παχύ το χώμα.
Είχε και κόρφο καλολίμανο· να δέσεις χρεία δεν ήταν
σκοινιά καθόλου, ουδέ αγκυρόπετρες να ρίξεις και πρυμάτσες,
μον' στα ρηχά να βγεις, προσμένοντας οι ναύτες πότε πάλε
θα πουν να φύγουν, μόλις οι άνεμοι ξανά φυσήξουν πρίμοι.
Στου λιμανιού την κόχη κρούσταλλο νερό αναβρεί από σπήλιο
-μιαν ανεβάλλουσα- κι ολόγυρα πολλές φυτρώνουν λεύκες.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ξ 96-104:

Ήταν αλήθεια εκείνου αρίφνητο το βιος· κανένας τόσα
από τους ήρωες δεν απόχτησε, για στη στεριάν αντίκρυ
για στην Ιθάκη ακόμα. Κι είκοσι να μαζεύονταν άντρες,
πάλε δε θα 'φτάναν τα πλούτη του· να σου τα διαμετρήσω:
Αντίκρυ βουκολιά έχει δώδεκα, τόσα κοπάδια γίδες
σκορπούσες, τόσα κι αρνοκόπαδα και τόσα χοιροστάσια,
που τα βοσκούν δικοί μας άνθρωποι και ξένοι ρογιασμένοι.
Εδώ κοπάδια βόσκουν έντεκα σκορπούσες γίδες, πέρα
στην άκρη του νησιού· τα γνοιάζουνται γιδάρηδες παράξιοι.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ο 415-418:

Μια μέρα εκεί μας ήρθαν Φοίνικες θαλασσοξακουσμένοι,
κλέφτες, το μαύρο πλοίο τους άμετρες πραμάτειες κουβαλώντας·
κι είχεν ο κύρης μου στο σπίτι μια σκλάβα απ' τη Φοινίκη,
τρανόκορμη, όμορφη, που κάτεχε πάσα γυναίκεια τέχνη·
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ο 455-483:

Κι εκείνοι μείναν χρόνο ολάκερο μαζί μας εκεί πέρα,
και βιος εσώριαζαν αρίφνητο στο βαθουλό καράβι.
Και σαν καλοφορτώθη τ' άρμενο, για να μπορούν να φύγουν,
στείλαν μαντάτορα, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα·
ήρθε στο σπίτι ένας παμπόνηρος κι ένα γιορντάνι εκράτει,
που οι χάντρες του οι χρυσές συνάλλαζαν με τις κεχριμπαρένιες.
Κι όπως στο σπίτι μέσα οι δούλες μας κι η σεβαστή μου η μάνα
το ψαχούλευαν με τα χέρια τους, το τρώγαν με τα μάτια
να το αγοράσουν παζαρεύοντας, κρυφά της γνέφει εκείνος,
και μόλις έγνεψε, πισώστρεψε στο βαθουλό καράβι.
Κι αυτή με πήρε κι όξω μ' έβγαλε, κρατώντας με απ' το χέρι,
και στο χαγιάτι εβρήκε, ως διάβαινε, ποτήρια και τραπέζια
-των καλεσμένων, που 'χε ο κύρης μου για συβουλάτορές του·
κι ως είχαν φύγει για τη σύναξη και τη γεροντική τους,
με βιάση εκείνη πήρε κι έκρυψε στον κόρφο της τρεις κούπες
κι όξω τις έβγαλε, κι ακλούθηξα κι εγώ στην ξαστοχιά μου.
Και πήρε ο γήλιος και βασίλεψε κι απόσκιασαν οι δρόμοι,
κι εμείς οι δυο τρεχάτοι φτάσαμε στο ξακουστό λιμάνι,
κει που άραζε το γοργοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.
Κι όμως μας ανέβασαν κι ανέβηκαν κι αυτοί, με πρίμο αγέρα
σταλμένο από το Δία στης θάλασσας αρμένιζαν τις στράτες.
Μέρες κρατούσεν έξι ο δρόμος μας ακέριες, νύχτα μέρα,
μα στις εφτά, τη νέα σαν έφερε του Κρόνου ο γιος ημέρα,
σκοτώνει τη γυναίκα, ρίχνοντας, η Αρτέμιδα η δοξεύτρα,
κι εκείνη στου αμπαριού τ' απόνερα γκρεμίστη, σαν το γλάρο.
Αυτήν στη θάλασσα την πέταξαν, οι φώκιες και τα ψάρια
για να τη φαν, και μένα μ' άφηκαν μονάχο στον καημό μου.
Κι ως στην Ιθάκη τούς κουβάλησαν τα κύματα κι οι ανέμοι,
απ' τα δικά του πλούτη δίνοντας με αγόρασε ο Λαέρτης.
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.



Όμηρος, Οδύσσεια, ο 503-507:

"Εσείς να πάτε τώρα λάμνοντας στο κάστρο το καράβι,
κι ωστόσο εγώ για τα χωράφια μας κινώ και τους βοσκούς μας,
κι ως δω τα χτήματά μου, σούρουπο θα κατεβώ στη χώρα.
Και ξημερώνοντας για αντίμεμα του ταξιδιού θα στρώσω
τραπέζι, κρέατα και γλυκόπιοτο κρασί, να καλοφάτε".
Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκης-Ι.Θ. Κακριδής.