Η τελευταία κυβέρνηση Βενιζέλου αύξησε εντυπωσιακά τον εξωτερικό δανεισμό, προκειμένου να πραγματοποιήσει την αναπτυξιακή της πολιτική. Από το 1928 ως το 1932 το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές σε 32,7 δισεκατομμύρια και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο απείλησε την ανασυγκρότηση της οικονομίας.

Η υπηρεσία του εξωτερικού δημόσιου χρέους έφτασε το 1932 τα 20,3 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, ενώτου ιδιωτικού εξωτερικού χρέους απορροφούσε 9,7 εκ. δολάρια. Το συνολικό ποσό ισοδυναμούσε με το 81,08% των συναλλαγματικών εισπράξεων της χώρας. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό σε όλη την κεντρική και νοτιοανατολική Ευρώπη. Η πίεση των εξωτερικών δανείων εκδηλωνόταν μόνιμα αφενός ως κρίση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και αφετέρου ως κρίση των δημόσιων οικονομικών. Η διπλή αυτή κρίση προκάλεσε τη στάση των εξωτερικών πληρωμών και την πτώχευση του 1932.

Το 1932 αποτελεί και ορόσημο αλλαγής στην οικονομική πολιτική που ίσχυε από το 1922. Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Κώστας Κωστής, "... η οικονομική πολιτική των Φιλελευθέρων θα μπορούσε να συνοψιστεί ως μια προσπάθεια διαρκούς δανεισμού, προκειμένου να πραγματοποιηθούν τα μεγάλα, παραγωγικά έργα που θα επέτρεπαν στην ελληνική οικονομία -και ιδίως στον αγροτικό τομέα- να ξεπεράσει το δημογραφικό πρόβλημα και να αυξήσει την παραγωγική ικανότητα της χώρας". Η πολιτική αυτή αναθεωρείται μετά το 1932 από τη δύναμη των περιστάσεων.