Η 29η Οκτωβρίου 1929 έμεινε γνωστή ως μαύρη μέρα του αμερικανικού χρηματιστηρίου. Η μεγάλη ανάπτυξη της οικονομίας είχε ευνοήσει τη ζήτηση των μετοχών, σε σημείο που η τιμή τους να φτάσει γρήγορα σε επίπεδα που προκαλούσαν τη δυσπιστία των κατόχων και των αγοραστών. Η δυσπιστία εκδηλώθηκε με αθρόες πωλήσεις και εξελίχτηκε μέσα σε λίγες μέρες σε πανικό. Η κάθετη πτώση των αξιών κατέστρεψε τους μικρούς αποταμιευτές και στέρησε τις επιχειρήσεις από κεφάλαια που ήταν απαραίτητα για την περαιτέρω ανάπτυξή τους. Ως το τέλος του 1930 ο αριθμός των αμερικανών ανέργων ξεπέρασε τα 6 εκατομμύρια. Ο αντίκτυπος της αμερικανικής χρηματιστηριακής κρίσης στην Ευρώπη ήταν άμεσος. Έγινε ανάκληση των αμερικανικών κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί στη γηραιά ήπειρο και έκλεισαν οι αγορές των ΗΠΑ για τα ευρωπαϊκά προϊόντα. Η μειωμένη κίνηση του εμπορίου επιδεινώθηκε, όταν διάφορα κράτη καθιέρωσαν δασμούς για να προστατέψουν την εγχώρια παραγωγή τους από τον ξένο ανταγωνισμό. Η εξάρτηση της Γερμανίας από τη χρηματοδότηση των ΗΠΑ έκανε την ηττημένη του πολέμου ιδιαίτερα ευάλωτη στην κρίση. Το 1932 το μισό περίπου εργατικό δυναμικό της χώρας αυτής βρέθηκε χωρίς εργασία.

Από το τέλμα της ύφεσης έβγαλε την Αμερική η κυβέρνηση του Φραγκλίνου Ρούζβελτ, που ανέλαβε την εξουσία το 1933. Ακολουθώντας τη στρατηγική που πρότεινε ο βρετανός οικονομολόγος, Τζον Μέιναρτιν Κέυνς, ο πρόεδρος των ΗΠΑ επιστράτευσε τις δυνατότητες της κρατικής μηχανής για να αναζωογονήσει την ακινητοποιημένη οικονομία. Τεράστια σε κλίμακα δημόσια έργα δημιούργησαν χιλιάδες θέσεις εργασίας, ώστε να κυκλοφορήσει και πάλι το χρήμα στην αγορά και να ζωντανέψει ο κύκλος της ζήτησης και της προσφοράς αγαθών. Η χωρίς προηγούμενο επέμβαση του κράτους στον ιδιωτικό τομέα στη μητρόπολη της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς αποτέλεσε υπόδειγμα και για την Ευρώπη, στην οποία έτσι και αλλιώς ο ρόλος του κράτους δεν έπαψε ποτέ να είναι σημαντικός. Η πολιτική του κρατικού σχεδιασμού και της μέριμνας αποτέλεσε κανόνα για τον ευρωπαϊκό Μεσοπόλεμο.