ο κοντάκιο είναι μια έμμετρη ομιλία με στόχο τη διαπαιδαγώγηση των πιστών. Τα πρώτα κοντάκια ήταν δογματικού περιεχομένου και πρέπει να ψάλλονταν μετά την ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής αντί ομιλίας. Υποθέτουμε ότι αργότερα εισήχθησαν και τα κοντάκια που αφορούσαν πρόσωπα αγίων και προορίζονταν για την ημέρα της μνήμης τους στον όρθρο.
Η πενιχρή παράδοση πρώιμων κοντακίων δε μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε χρονικά τη γένεση του νέου αυτού ποιητικού είδους και οι σχετικές μαρτυρίες που μας έχουν σωθεί είναι πολύ μεταγενέστερες. Από τα λιγοστά πάντως λείψανα πρώιμων κοντακίων υποθέτουμε ότι το νέο ποιητικό είδος γνώρισε διάφορα μεταβατικά στάδια. Προδρομικές μορφές του κοντακίου πιστοποιούνται ήδη τον 4ο αιώνα. Δύο τέτοιοι ύμνοι, γνωστοί με την αρχική τους φράση Άσμα καινόν και Εθήρευσάν με οι άνομοι, παρουσιάζουν μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά των κοντακίων. Αποτελούνται από στροφές που συνδέονται με αλφαβητική ακροστιχίδα και κοινό εφύμνιο. Ακόμη και το προοίμιο φαίνεται ότι ήταν ήδη εν χρήσει.
Στο β' μισό του 5ου αιώνα το κοντάκιο πρέπει να είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί στην τελική του μορφή. Η περίοδος ακμής του (6ος αιώνας) συνδέεται με το όνομα του Ρωμανού Μελωδού. Ο όρος όμως "κοντάκιο" φαίνεται να έχει εδραιωθεί μόλις το 10ο αιώνα. Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος το 14ο αιώνα στην Ερμηνεία του στους αναβαθμούς της Οκτωήχου αποδίδει την εισαγωγή του νέου ποιητικού είδους στο Ρωμανό. Η πηγή όμως είναι πολύ μεταγενέστερη και η ιστορική της αξιοπιστία αμφισβητούμενη. Στο πρόβλημα της γένεσης του κοντακίου δεν έχει ακόμη δοθεί οριστική απάντηση. Σήμερα επικρατεί η άποψη ότι επιδράσεις όχι μόνο συριακών αλλά και ελληνικών προτύπων συντέλεσαν στην τελική διαμόρφωση του κοντακίου.
Εκτός από τα κοντάκια του Ρωμανού Μελωδού γνωρίζουμε ένα μεγάλο αριθμό κοντακίων άλλων υμνογράφων, των οποίων τα ονόματα διαφυλάσσονται στις ακροστιχίδες. Επειδή όμως δε διαθέτουμε καμία άλλη πληροφορία σχετικά με την εποχή τους και την ιδιότητά τους, κάθε προσπάθεια ταύτισής τους είναι αυθαίρετη.