Aναβολικά: το πρόβλημα
H πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση θανάτου αθλητή από χρήση φαρμακευτικών ουσιών αφορά έναν ΄Aγγλο ποδηλάτη που λάμβανε μέρος σε αγώνα από το Μπορντό στο Παρίσι το 1886. Ωστόσο, παρ' ότι η χρήση τέτοιων ουσιών φαίνεται ότι υιοθετήθηκε ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα από αρκετούς αθλητές, ερασιτέχνες και επαγγελματίες, και παρά την απαξίωση της πρακτικής αυτής, η αντιμετώπιση των αναβολικών ουσιών μέσω της απαγόρευσης, των ελέγχων και της τιμωρίας των παραβατών ξεκίνησε μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1960.
Αντίθετα, ο έλεγχος για χρήση φαρμακευτικών ουσιών στα άλογα που έπαιρναν μέρος σε ιπποδρομικούς αγώνες εφαρμόζεται ήδη από το 1910. Μάλιστα, η ανάδειξη των αναβολικών σε πρόβλημα και οι ενέργειες αντιμετώπισής του δεν ξεκίνησαν από κάποιο διεθνή αθλητικό οργανισμό, αλλά από το Συμβούλιο της Ευρώπης το 1963, όταν για πρώτη φορά υιοθετήθηκε ένας ορισμός του τι συνιστά η χρήση αναβολικών. Δύο χρόνια αργότερα έγινε ο πρώτος έλεγχος αθλητών στον ποδηλατικό γύρο της Γαλλίας. Η ΔΟΕ υιοθέτησε τον ορισμό των αναβολικών που είχε παραχθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης, καθώς και την πρακτική του ελέγχου των αθλητών, ο οποίος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, που έγιναν στο Μεξικό, όχι όμως και στους Θερινούς Αγώνες της ίδιας χρονιάς. Έτσι, ο έλεγχος στους Θερινούς Αγώνες εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στο Μόναχο το 1972. Από τότε τόσο ο ορισμός, όσο και η αντιμετώπιση των αναβολικών μεταβάλλονται διαρκώς, ακολουθώντας τις επιστημονικές εξελίξεις στους χώρους της χημείας, της φαρμακευτικής και της βιολογίας (γενετική) και τη συνακόλουθη παρασκευή νέων βοηθημάτων.
Η πρώτη σημαντική εξέλιξη που συνέδεσε τις ανακαλύψεις αυτών των επιστημονικών κλάδων με τον αθλητισμό ανάγεται στη δεκαετία του 1930, όταν τα στεροειδή αναβολικά έκαναν την εμφάνισή τους ως φάρμακα. Η χρήση των στεροειδών για θεραπευτικούς λόγους συνεχίζεται έως σήμερα, με νέα φάρμακα και εφαρμογές (π.χ. στην αντιμετώπιση του AIDS). Η χρήση των ουσιών αυτών έκανε τους αθλητές ταχύτερους, δυνατότερους και ανθεκτικότερους τόσο στο διάστημα της προετοιμασίας τους, όσο και στους αγώνες.
Φαίνεται ότι η διάδοση αυτών των ουσιών μεταπολεμικά, και ιδίως από τη δεκαετία του 1950, σε συνδυασμό με τα εντυπωσιακά αποτελέσματα που προκαλούσαν στις επιδόσεις των αθλητών, ανέτρεψαν τα δεδομένα του ανταγωνισμού και ανέδειξαν τα αναβολικά σε πρόβλημα. Στην κατεύθυνση αυτή θα μπορούσαμε να εντάξουμε την κατακραυγή των αναβολικών από την Olga Fikotova. Η μετέπειτα Olga Connolly, αμέσως μετά τη νίκη της στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μελβούρνης (1956), καταδίκασε τις ανατροπές που επέφερε η χρήση αναβολικών στις επιδόσεις των αθλητών.
Η διάδοση της χρήσης αναβολικών στους χώρους του αθλητισμού, και ιδίως μεταξύ των πρωταθλητών στο β' μισό του 20ού αιώνα, δε θα πρέπει να συνδεθεί μόνο με τις εξελίξεις στο χώρο της επιστήμης. Ασφαλώς, οι επιστημονικές ανακαλύψεις προσφέρουν τη δυνατότητα παραγωγής σκευασμάτων για τη βελτίωση των επιδόσεων των αθλητών. Μάλιστα, η εξέλιξη είναι τέτοια που η λίστα με τις απαγορευμένες ουσίες ανανεώνεται με πολύ ταχείς ρυθμούς.
Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δε θα εφαρμοζόταν, και μάλιστα σε τέτοια έκταση, αν δεν ανταποκρινόταν, έστω και με αθέμιτο τρόπο, στις απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν στο β' μισό του 20ού αιώνα στο χώρο του αθλητισμού υψηλών επιδόσεων. Η αύξηση του ανταγωνισμού, σε εθνικό και ιδίως σε διεθνές επίπεδο, απαιτούσε την αποκλειστική απασχόληση των αθλητών με την προετοιμασία για τους αγώνες, τη συστηματική και σκληρή προπόνηση. Αν η Fanny Blankers-Koen, η θρυλική μορφή του γυναικείου αθλητισμού που κέρδισε τέσσερα χρυσά μετάλλια στους Αγώνες του 1948, αγωνιζόταν μερικά χρόνια αργότερα, δεν είναι σίγουρο ότι θα μπορούσε να επιτύχει το κατόρθωμά της μόνο με δυο τρεις προπονήσεις την εβδομάδα. Έτσι, έγινε απαραίτητη η χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων, βοηθημάτων, για να ανταποκριθεί ο οργανισμός των αθλητών στην καταπόνηση των προπονήσεων. Από το σημείο αυτό δεν απείχε πολύ η χρήση αναβολικών.
Ωστόσο, οι εξελίξεις στην επιστήμη και η συγκρότηση ιατρικών επιτελείων για την καλύτερη προετοιμασία των αθλητών, σε σωματειακό και εθνικό επίπεδο, δεν επαρκούν για να εξηγήσουν τη διάδοση της χρήσης αναβολικών τις τελευταίες δεκαετίες. Η αύξηση του ανταγωνισμού και οι σημασίες που αποκτά η νίκη σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση του εν λόγω προβλήματος. Η αύξηση του ανταγωνισμού συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη μαζικότητα που απέκτησε ο αθλητισμός στο β' μισό του 20ού αιώνα, αλλά και με τη διεθνοποίησή του, κάτι που γίνεται φανερό αν ανατρέξει κανείς στα στοιχεία που αφορούν τις συμμετοχές χωρών και αθλητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Συνδέεται ωστόσο και με τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά επακόλουθα της νίκης τόσο από την πλευρά των αθλητών, καθώς οι νίκες και τα ρεκόρ μεταφράζονται σε άμεσα και έμμεσα χρηματικά ανταλλάγματα, κοινωνική αναγνώριση και κύρος, όσο και από την πλευρά των κρατών, που επενδύουν στις νίκες των αθλητών τους οφέλη στο πεδίο της εσωτερικής και της διεθνούς πολιτικής. Δεν είναι τυχαίο ότι από τη δεκαετία του '50 οι νίκες των αθλητών των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ αποτέλεσαν μια από τις όψεις του ανταγωνισμού των δύο χωρών (και των πολιτικών συστημάτων που ενσάρκωναν) στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιήθηκαν οι νίκες των αθλητών των δύο γερμανικών κρατών (Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας).
Ωστόσο, αν και αυτές οι χώρες είναι μεταξύ εκείνων που κατηγορήθηκαν περισσότερο για τη χρήση αναβολικών, οι αθλητές τους δεν υπερεκπροσωπούνται στις διαπιστευμένες περιπτώσεις χρήσης απαγορευμένων ουσιών στους Ολυμπιακούς Αγώνες. ΄Aλλωστε, το περιστατικό χρήσης αναβολικών που σηματοδότησε την εντονότερη ενασχόληση της ΔΟΕ με την καταπολέμηση του προβλήματος ήταν εκείνο του Καναδού δρομέα Ben Johnson, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ το 1988.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαιότητα:
Από την Αρχαία Ολυμπία στην Αθήνα του 1896