top

Ερευνητές


Διαφορετικές ερμηνείες έχουν κατά καιρούς προταθεί σχετικά με τη λειτουργία των περιβόλων και των τάφρων που περιέβαλλαν τους νεολιθικούς οικισμούς. Είναι δε ενδεικτικό ότι οι απόψεις που προβλήθηκαν κατά καιρούς αποτέλεσαν τους πόλους μιας ερμηνευτικής διαδικασίας που ακολούθησε κατά γράμμα τις ευρύτερες εξελίξεις στο χώρο της επιστημολογίας και της θεωρίας της αρχαιολογίας.

Ο Χρήστος Τσούντας, στο βιβλίο του “Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις του Διμηνίου και Σέσκλου”, στα 1908, υποστήριξε την οχυρωματική λειτουργία των περιβόλων των δύο αυτών οικισμών. Η ερμηνεία του αυτή θεμελιώθηκε στην άποψη περί του αρχετυπικού χαρακτήρα των θέσεων αυτών και της μορφολειτουργικής ομοιότητάς τους με τα μεταγενέστερα μυκηναϊκά ανάκτορα. Εντάσσεται δε η άποψη αυτή στο ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα της θεωρίας της "διάχυσης", που επικράτησε μέχρι και τη δεκαετία του 1960 στην αρχαιολογική θεωρία. Σύμφωνα με την οπτική γωνία της θεωρίας αυτής, οι μορφολογικές ομοιότητες που επισημαίνονται μεταξύ κτηρίων, διακοσμητικών μοτίβων και άλλων στοιχείων κατανοούνται ως το αποτέλεσμα πολιτισμικών επιβιώσεων και μεταναστεύσεων. Οι μεταναστεύσεις δε ερμηνεύονται ως απόρροια πολεμικών επιδρομών και δημογραφικής ανακατάταξης.

Ο οχυρωματικός χαρακτήρας των περιβόλων του Διμηνίου αμφισβητήθηκε αρχικά από το Γ. Χουρμουζιάδη, που ανέσκαψε το χώρο στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η αμφισβήτηση θεμελιώθηκε στα ακόλουθα σημεία:

  1. Τη μικρή απόσταση μεταξύ των περιβόλων, που θα διευκόλυνε την πρόσβαση των τυχόν εισβολέων.

  2. Tην παρουσία κτισμάτων που εφάπτονταν στους περιβόλους και που εξασθενούσαν την άμυνα, αφού θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ελεγχόμενα σημεία πρόσβασης.

  3. Tο μικρό ύψος των τειχών που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις δε θα πρέπει να ξεπερνούσε το ένα μέτρο.

  4. Tο μικρό πάχος των περιβόλων, που κυμαινόταν μεταξύ 0,60-1,50 μέτρων.

Αντί του αμυντικού χαρακτήρα, ο Χουρμουζιάδης πρότεινε ότι η λειτουργία των περιβόλων ήταν κυρίως χωροταξική, με σκοπό τη διαμόρφωση του οικισμού σε αυτόνομους τομείς "οικοτεχνικής δραστηριότητας" που θα περιέβαλλαν την κεντρική αυλή. Ο κάθε τομέας περιλάμβανε οίκημα, τροφοπαρασκευαστικές και αποθηκευτικές κατασκευές και παραγωγικές-βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, θα λειτουργούσε δηλαδή ως αυτόνομη παραγωγική μονάδα. Τέλος, η άποψη του Χουρμουζιάδη θεμελιώθηκε στη νεοεξελικτική θεώρηση της δεκαετίας του 1970 που κατανοεί τις νεολιθικές γεωργοκτηνοτροφικές κοινωνίες ως κοινωνίες ισοκατανομής, υπογραμμίζοντας την απουσία των ιστορικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων που θα δικαιολογούσαν την επιθετική συμπεριφορά και τις συγκρούσεις μεταξύ τους.

Επανεξετάζοντας και συνεκτιμώντας όλα τα ανασκαφικά δεδομένα που αφορούν την οργάνωση του χώρου στον οικισμό του Σέσκλου της Μέσης Νεολιθικής περιόδου, ο Κ. Κωτσάκης υποστήριξε επίσης το μη οχυρωματικό χαρακτήρα των χαμηλών τοίχων της δυτικής πλαγιάς της ακρόπολης του Σέσκλου και τη χρήση τους ως αναλημμάτων, τα οποία δημιουργούσαν αναβαθμούς για τα οικήματα. Παράλληλα, υποστήριξε τη χωροταξική λειτουργία των φυσικών αυτών κατασκευών, που απέβλεπε στον αποχωρισμό του κυρίως οικισμού από τον περιβάλλοντα αγροτικό χώρο. Έτσι, είτε δρώντας ως φυσικές κατασκευές άμυνας είτε ως συμβολικά μέσα ταξινόμησης του φυσικού χώρου, οι κατασκευές αυτές λειτουργούσαν περιοριστικά σε ό,τι αφορούσε την πρόσβαση στον κατοικημένο χώρο του οικισμού. Τη συμβολική οριοθέτηση των νεολιθικών οικισμών της Μακεδονίας από τις τάφρους και τους περιβόλους υποστήριξε και ο Γραμμένος.

Θεσσαλία ΑΝ & ΜΝ | Θεσσαλία ΝΝ & ΤΝ | Τάφροι - Περίβολοι | Ερευνητές