Τα παιδιά, μερικές μέρες μετά τη γέννησή τους, γίνονταν δεκτά στην οικογένεια σύμφωνα με μία εορταστική τελετουργία και αναγνωρίζονταν έτσι ως νόμιμα τέκνα του χωρικού και της συζύγου του.

Στις αγροτικές οικογένειες ο αριθμός των παιδιών ήταν σχετικά χαμηλός, γιατί αλλιώς απειλούνταν η διαβίωση όλων των γιων, αν το κτήμα διανεμόταν σε πολλούς κλήρους κατά την παράδοσή του. Παρ' όλα αυτά οι γονείς λάμβαναν αναγκαστικά υπόψη τους και το γεγονός ότι πολλά παιδιά πέθαιναν μέσα στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής τους. Από τη σύγκριση με άλλες κοινωνίες που ζούσαν υπό παρόμοιες συνθήκες γνωρίζουμε ότι σχεδόν κάθε δεύτερο παιδί πέθαινε μέσα σ' αυτό το διάστημα. Έτσι ήταν δύσκολο για τους χωρικούς να υπολογίσουν τον ακριβή αριθμό των παιδιών που θα αποκτούσαν. Αν πάλι ο αριθμός των απογόνων αυξανόταν υπερβολικά, ο πατέρας είχε το δικαίωμα να εκθέσει ένα νεογέννητο. Αυτή η μέθοδος διατήρησης του αριθμού των παιδιών σε χαμηλό επίπεδο ήταν απόλυτα αποδεκτή στην αρχαία Ελλάδα (πολλές αποδείξεις για τον παραπάνω ισχυρισμό βρίσκουμε στις κωμωδίες του Μενάνδρου).

Ίσως οι γονείς αυτοί να ήλπιζαν πως κάποιος θα βρει το παιδί και θα το μεγαλώσει, αλλά τελικά τα περισσότερα έκθετα πρέπει να πέθαιναν. Σήμερα πιστεύουμε πως εγκαταλείπονταν περισσότερα κορίτσια απ' ό,τι αγόρια, γιατί ο χωρικός είχε ανάγκη από γιους, ώστε να παραμείνει το αγρόκτημά του ιδιοκτησία του ίδιου οίκου. Τα κορίτσια αντίθετα έπρεπε να τα μεγαλώνει και να τα θρέφει μέχρι το γάμο τους, χωρίς αυτά τα έξοδα να του αποδίδουν άμεσα κέρδη. Πάντως ακόμη και οι χωρικοί της Άσκρας γνώριζαν φυσικά πως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναπαραγωγή και τη διατήρηση της κοινότητας ήταν η ύπαρξη αρκετών γυναικών. Ο ακριβής ή, τουλάχιστον, ο κατά προσέγγιση αριθμός των έκθετων βρεφών δε μας έχει παραδοθεί.

Τα πρώτα χρόνια τα παιδιά μεγάλωναν στο σπίτι με τη μητέρα τους. Όταν έφταναν στην κατάλληλη ηλικία, οι γιοι πήγαιναν με τον πατέρα τους στο χωράφι, φύτευαν τους σπόρους ή έδεναν τα σιτηρά σε δεμάτια και γενικά ασχολούνταν με τις γεωργικές εργασίες. Οι κόρες βοηθούσαν τη μητέρα τους στις δουλειές του σπιτιού. Το ίδιο σχολιάζει και ο Ξενοφώντας τον 4ο αιώνα π.Χ.: «όταν οι Θηβαίοι επιτέθηκαν εναντίον της Μαντίνειας το 362 π.Χ. οι κάτοικοι ζήτησαν τη βοήθεια των συμμάχων τους, γιατί πολλά παιδιά και γέροι είχαν φύγει από την πόλη για να βοηθήσουν στη συγκομιδή» (Ελληνικά, 7.5.14-15).

Ο πατέρας προσπαθούσε να καθυστερήσει την παράδοση του κτήματος στο γιο του, γιατί έτσι έχανε τη θέση του στον οίκο και το χωριό. Επειδή όμως ο γιος μπορούσε να ζητήσει μια γυναίκα σε γάμο μόνο αφού είχε παρθεί η απόφαση ότι θα ήταν αυτός ο κληρονόμος του αγροκτήματος, ήταν αναγκασμένος να αποφεύγει για πολύ καιρό τις προτάσεις γάμου. Η ηλικία γάμου των νεαρών ανδρών ήταν γύρω στα τριάντα ή και νωρίτερα, αν ο πατέρας πέθαινε πρόωρα. Αντίθετα οι νεαρές γυναίκες παντρεύονταν πολύ νωρίτερα. Κι επειδή όταν παντρεύονταν δεν έπαιρναν ούτε προίκα, ούτε δώρα (έδνα), ούτε τα επαύλια22, η χρονική στιγμή του γάμου τους δεν εξαρτιόταν από οικονομικούς υπολογισμούς. Μεγάλη σημασία όμως δινόταν στο αν η νεαρή νύφη ήταν παρθένα. Γι' αυτό ο πατέρας έπρεπε συνεχώς να επαγρυπνά για τη σεξουαλική της εγκράτεια μέχρι τη στιγμή του γάμου. Και για τον ίδιο λόγο ήταν επιθυμητό οι γυναίκες να παντρεύονται νωρίς. Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας της ηλικίας γάμου μιας νεαρής γυναίκας ήταν η ικανότητά της για τεκνοποίηση. Ο Ησίοδος συμβουλεύει τα κορίτσια να παντρεύονται τέσσερα χρόνια μετά τη στιγμή της σεξουαλικής ωριμότητάς τους, γιατί ήταν γνωστό πως οι πολύ πρώιμες εγκυμοσύνες συνεπάγονταν κινδύνους για τη νεαρή γυναίκα.

Επειδή η ηλικία γάμου για τον άντρα ήταν σχετικά μεγάλη, ενώ για τη γυναίκα σχετικά μικρή, υπήρχε σημαντική διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων. Κι αυτό το γεγονός εξέφραζε τέλεια την τάση της κοινότητας του χωριού να θέλει τον άντρα, και όχι τη γυναίκα του, κύριο του οίκου. Αν η γυναίκα ήταν πολύ νεότερη, δεν είχε καμιά δυνατότητα, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, να καταρρίψει το κύρος του άντρα. Η σχέση της με το σύζυγό της ήταν περισσότερο μια σχέση πατέρα-κόρης παρά μια ισότιμη συντροφική σχέση. Επιπλέον, ο νεαρός άντρας είχε το πλεονέκτημα ότι συνέχιζε να δουλεύει στο αγρόκτημα του πατέρα του, ενώ η νεαρή σύζυγός του ήταν αναγκασμένη να εγκαταλείψει το πατρικό της σπίτι και να μετακομίσει στο σπίτι του συζύγου της.


22. «Προίκα» (προίξ) αποτελούν τα αντικείμενα αξίας που δίνει στη γυναίκα ο πατέρας της όταν παντρεύεται, «έδνα» είναι τα αντικείμενα αξίας που δίνει ο σύζυγος στον πατέρα της νύφης ή στην ίδια για το γάμο και «επαύλια» είναι τα αντικείμενα αξίας που δίνει ο σύζυγος στη γυναίκα το πρωί, την επομένη του γάμου.
 

Αττική μελανόμορφη λήκυθος που αποδίδεται στο ζωγράφο Άμαση. Εικονίζεται γαμήλια πομπή. Οι νεόνυμφοι επιβαίνουν σε κάρο μαζί με το νεαρό παράνυμφο και συνοδεύονται από συγγενείς και φίλους. Περίπου 550 π.Χ.