Οι μεγαλοκτηματίες στην πρώιμη Ελλάδα ήταν αυτάρκεις χωρικοί, δηλαδή παρήγαν γεωργικά προϊόντα στις ποσότητες και την ποικιλία που ήταν απαραίτητες για την κάλυψη των αναγκών του αγροκτήματος. Το τυχόν πλεόνασμα φυλασσόταν για τους δύσκολους καιρούς. Στην Αρχαϊκή περίοδο δεν υπήρχε ουσιαστικά ακόμη αγορά αγροτικών προϊόντων14.

Για να μπορέσουν να θρέψουν τα άτομα που ζούσαν στο αγρόκτημα, ο χωρικός, η χωρική και οι γεωργικοί εργάτες τους ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν ασταμάτητα στα χωράφια. Τις καλές εποχές η παραγωγή από τα χωράφια και τα κοπάδια επαρκούσε για τη σίτιση. Παρ' όλα αυτά όμως οι χωρικοί είχαν συνεχώς το φόβο ότι η κακοκαιρία ή η μεγάλη ξηρασία, οι φωτιές ή τα άγρια ζώα μπορούσαν να καταστρέψουν τα μέσα διαβίωσής τους. Αυτός ο λανθάνων κίνδυνος15 σημάδεψε την καθημερινή ζωή και τις σχέσεις μεταξύ των χωρικών: για να προστατευθούν από αυτή την απειλή συσπειρώθηκαν σε γειτονιές. Γείτονες δεν ήταν μόνο οι χωρικοί των οποίων τα σπίτια συνόρευαν παρά όλοι οι ελεύθεροι καλλιεργητές. Αυτό πρόσφερε ένα μεγάλο πλεονέκτημα, γιατί όσο πιο πολλοί ήταν διατεθειμένοι να βοηθήσουν το μεμονωμένο χωρικό τόσο καλύτερα μπορούσε αυτός να προστατευθεί από τα απρόβλεπτα περιστατικά. Σε περίπτωση ανάγκης ο καθένας μπορούσε να καλέσει τους γείτονές του και αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να βοηθήσουν, όπως επέβαλλαν οι κανόνες του χωριού. Ακόμη κι αν τα αποθέματα κάποιου χωρικού δεν επαρκούσαν για ολόκληρο το έτος, μπορούσε να ζητήσει βοήθεια από τους γείτονές του. Ήταν όμως υποχρεωμένος να επιστρέψει τα δανεικά από την επόμενη σοδειά.

Επειδή για συγκεκριμένες εργασίες, όπως για παράδειγμα το όργωμα, απαιτούνταν δύο εργάτες, οι χωρικοί είχαν συνήθως έναν ή περισσότερους δουλοπάροικους. Μια δούλα βοηθούσε τη χωρική στις δουλειές του σπιτιού. Μια και τα χωράφια δεν είχαν πλούσια απόδοση, ήταν απαραίτητη η συμβολή του χωρικού και της χωρικής ως πλήρους εργατικού δυναμικού, ειδικά στο αποκορύφωμα της δουλειάς16, όπως το φθινόπωρο στον τρύγο, στο όργωμα και στην προετοιμασία των αγρών για τη σπορά ή στη συγκομιδή των σιτηρών. Τον υπόλοιπο καιρό τα πράγματα ήταν πιο ήσυχα, και τότε, όταν οι καρποί ήταν πια ασφαλείς στους αχυρώνες, λάβαιναν χώρα κι οι αγροτικές γιορτές, οι γιορτές της συγκομιδής, ακόμη και οι γάμοι, που τελούνταν το μήνα Γαμηλιώνα17, δηλαδή το χειμώνα.

Εκτός από τους μεγαλοκτηματίες υπήρχαν στα χωριά της Ελλάδας τον 7ο αιώνα και οι μικροκτηματίες, οι οποίοι ήταν μεν ελεύθεροι καλλιεργητές των χωραφιών και δεν έστελναν τα παιδιά τους να δουλέψουν ως γεωργικοί εργάτες, ωστόσο εξαρτιόνταν από τους αριστοκράτες και τους μεγαλοκτηματίες, γιατί η παραγωγή τους δεν επαρκούσε για να συντηρήσουν δικό τους ζευγάρι βοδιών. Αναγκάζονταν λοιπόν να δανειστούν ένα ζευγάρι από τους αριστοκράτες ή τους μεγαλοκτηματίες και συχνά, όταν εξαντλούνταν τα αποθέματά τους, εμφανίζονταν ως ικέτες. H κατοχή βοδιών ήταν ουσιαστικά το στοιχείο που διαχώριζε τους μεγαλοκτηματίες από τους μικρούς γεωργούς. Με βάση αυτό το κριτήριο καθόριζε η κοινότητα την κοινωνική θέση του χωρικού, που επιθυμούσε να αναγνωριστεί ως ισότιμος γείτονας στο χωριό: «Σπίτι έχε πρώτα πρώτα και γυναίκα και βόδι για τ' όργωμα». Οι ελεύθεροι καλλιεργητές ήταν εκείνοι που διατύπωναν τους κανόνες της αγροτικής τάξης και τους συντηρούσαν μέσα από τα γνωμικά.


14. Πρόκειται για την εποχή ανάμεσα στον 8ο και 6ο αιώνα π.Χ.
15. Για το θέμα του κινδύνου επιβίωσης στην αυτάρκη αγροτική οικονομία, βλ. Garnsey, P., Famine and Food Supply in the Graeco-Roman World. Responses to Risk and Crisis, Cambridge 1988. Της ιδίας, «Responses to Food Crisis in the Ancient Mediterranean World», στο: Newman, L.F. (εκδ.), Hunger in History. Food Shortage, Poverty and Deprivation, Oxford 1990, 126-146.
16. Για τις ομοιότητες με τα ημερολόγια αγροτικών εργασιών της εποχής μας πβ. Halstead, P., Jones, G., «Agrarian Ecology in the Greek Islands. Time Stress, Scale and Risk», JHS 109 (1989), 41-55.
17. Σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο ο μήνας Γαμηλιώνας τοποθετείται από τα μέσα Ιανουαρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου.

 

Αττική μελανόμορφη κύλικα του Νικοσθένη με παράσταση οργώματος. Τέλος 6ου αιώνα π.Χ.

Mελανόμορφος αμφορέας από την Αττική, ο οποίος αποδίδεται στον Άμαση. Εικονίζονται σάτυροι σε εργασίες σχετικές με την παραγωγή κρασιού. 540-530 π.Χ.