πατήστε για μεγέθυνση

 

πατήστε για μεγέθυνση

 

πατήστε για μεγέθυνση

 

 

 

Εύβοια (Negroponte)

Στο Μεσαίωνα, το νησί της Εύβοιας αλλά και η πρωτεύουσά του Χαλκίδα ήταν γνωστά στους Λατίνους με το όνομα "Ne(i)groponte". Σύμφωνα με την Partitio terrarum imperii Romanie (συνθήκη διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), το κεντρικό τμήμα της Εύβοιας επιδικάσθηκε στο λατίνο βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιο Μομφερρατικό (1204-1207). Ο Βονιφάτιος κατέκτησε το νησί και το παραχώρησε ως φέουδο στο φλαμανδό ευγενή Ιάκωβο d' Avesnes (1204), ο οποίος έκτισε το κάστρο της Χαλκίδας και εγκατέστησε σε αυτό φρουρά. Μετά το θάνατο του Ιακώβου (πριν τον Αύγουστο του 1205), το νησί παραχωρήθηκε από το Βονιφάτιο σε τρεις βαρόνους από τη Βερόνα της Ιταλίας: το Ravano dalle Carceri, τον Giberto dalle Carceri και τον Pecoraro da Mercanuovo.

Οι τρεις βαρόνοι ονομάσθηκαν τριτημόριοι (terzieri, terciers ή τερτσέρια), καθώς ο καθένας τους έλαβε το 1/3 της νήσου, δηλαδή μία από τις τρεις βαρονίες στις οποίες χωρίσθηκε η Εύβοια: το βόρειο τμήμα, με πρωτεύουσα τον Ωρεό (terzero del Rio), το κεντρικό, με πρωτεύουσα -κοινή και για τους τρεις βαρόνους- τη Χαλκίδα (terzero della Clissura, Terzerius a clesura ultra) και το νότιο, με πρωτεύουσα την Κάρυστο (terzero di Caristo). Γύρω στα τέλη του 1208, ο Ravano dalle Carceri έγινε κύριος ολόκληρου του νησιού. Τιτλοφορούνταν, πλέον, sires de Nigrepont (κύρης της Εύβοιας) και λίγο αργότερα, το 1210 και το 1212, dominus Nigropontis (κύριος της Εύβοιας) ή dominus insulae Nigropontis (κύριος του νησιού της Εύβοιας).

Ο Ravano τάχθηκε υπέρ των λομβαρδικής καταγωγής ευγενών της Θεσσαλονίκης στον αγώνα τους εναντίον του λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης (1207-1209). Για να αντιμετωπίσει την πολιτική απομόνωση του νησιού του, που προκάλεσε η προσωπική του εμπλοκή στο στασιαστικό κίνημα των ευγενών της Θεσσαλονίκης, συνήψε, το Μάρτιο του 1209, συνθήκη συμμαχίας με τη Βενετία, με την οποία αναγνώριζε τη βενετική επικυριαρχία στην Εύβοια. Με τη συνθήκη του Μαρτίου του 1209, η Βενετία αποκτούσε σημαντικά εμπορικά προνόμια στο νησί. Λίγο καιρό αργότερα διορίστηκε ο πρώτος βενετός βάιλος (bailus), ο οποίος διοικούσε τις παροικίες που διατηρούσαν οι συμπατριώτες του στο νησί, ως αντιπρόσωπος του δόγη. Στις 20 Μαΐου του 1209, ο Ravano αναγνώρισε και την επικυριαρχία του λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, του οποίου έγινε λίζιος φεουδάρχης. Αργότερα, πιθανόν το 1248, η επικυριαρχία της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης στην Εύβοια μεταβιβάσθηκε στον πρίγκιπα της Αχαΐας (1246-1278). Ωστόσο, η εξάρτηση του νησιού από τον πρίγκιπα της Αχαΐας παρέμεινε ουσιαστικά θεωρητική, όπως και η προηγούμενη εξάρτησή του από το λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης.

Μετά το θάνατο του Ravano dalle Carceri, το 1216, ο τότε βενετός βάιλος Pietro Barbo παρενέβη ενεργά στη διαμάχη των έξι συγγενών του Ravano που διεκδικούσαν την κληρονομιά του, μοιράζοντας το νησί σε έξι μέρη (εκτημόρια). Ο βενετός βάιλος έγινε, σταδιακά, ο πραγματικός διοικητής ολόκληρου του νησιού. Η Εύβοια αναγνώρισε την πλήρη υποταγή της στους Βενετούς, όταν στο περιθώριο της διαμάχης των τριτημόριων αρχόντων της με τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β' Βιλλεαρδουίνο, οι τριτημόριοι συνήψαν, στις 14 Ιουνίου του 1256, συμφωνία με τους Βενετούς, με την οποία αναγνώριζαν τη Βενετία ως μοναδικό επικυρίαρχό τους.

Ο Γουλιέλμος είχε παρέμβει ως επικυρίαρχος των τριτημόριων της Εύβοιας, διεκδικώντας την κληρονομική μεταβίβαση του μισού τριτημόριου του Ωρεού, το οποίο ανήκε στη σύζυγό του Carintana dalle Carceri, που είχε στο μεταξύ πεθάνει. Μεταξύ του Γουλιέλμου και των τριτημόριων αρχόντων της Εύβοιας ξέσπασε έντονη διαμάχη, που κορυφώθηκε με τη μάχη στο Καρύδι το 1258, όπου ο πρίγκιπας της Αχαΐας νίκησε τους αντιπάλους του. Η διαμάχη διευθετήθηκε, τελικά, με τη συνθήκη του 1262.

Άμεσα συνδεδεμένος με τη διεκδίκηση του μισού τριτημόριου του Ωρεού είναι ο χάλκινος οβολός που φέρει την επιγραφή G(ULIELMUS) P(RINCEPS) AC(HAIE) (Γουλιέλμος Πρίγκιπας της Αχαΐας) + NEGRIP(ONTE) (Χαλκίδας). Το νόμισμα χρονολογείται τον πρώτο καιρό της διαμάχης του πρίγκιπα της Αχαΐας με τους τριτημόριους της Εύβοιας (1255-1256). Στην οπίσθια όψη του νομίσματος έχει χαραχθεί ο λατινικός αριθμός ΙΙΙ, που θεωρείται ότι δηλώνει την ιδιότητα του Γουλιέλμου ως τριτημόριου της Εύβοιας.


Η συμβολή των βενετών βάιλων στην αμυντική θωράκιση του νησιού υπήρξε σημαντική σε περιόδους επιθέσεων εξωτερικών εχθρών, μολονότι η Βενετία δεν ήταν πάντοτε σε θέση να προσφέρει σημαντική στρατιωτική βοήθεια στους τριτημόριους. Ενδεικτικά αναφέρονται η επίθεση του πρίγκιπα της Αχαΐας το 1258, οι επιχειρήσεις του ιππότη της Καρύστου Λικαρίου (Licario), κατά τις οποίες (1264-1280) κατέλαβε φρούρια του νησιού με την υποστήριξη από το 1271 των Βυζαντινών, και οι τουρκικές ναυτικές επιθέσεις του 14ου αιώνα. Στο βενετό βάιλο απέδιδαν όρκο πίστης οι λομβαρδοί εκτημόριοι αλλά και οι έλληνες ευγενείς, αναγνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο τη Βενετία ως κυρίαρχη δύναμη στο νησί. Οι λομβαρδοί εκτημόριοι είχαν πρωτεύουσά τους τη Χαλκίδα, η οποία αποτελούσε έδρα του λομβαρδού δικαστή (podesta).

Γύρω στα τέλη του 1317 και τις αρχές του 1318, η Κάρυστος κατακτήθηκε από τον καταλανό Don Alfonsus Fadrique, γενικό επίτροπο του δουκάτου των Αθηνών και νόθο γιο του Φρειδερίκου Β', βασιλιά της Σικελίας (1295-1337). Το 1319, οι Καταλανοί συνήψαν συνθήκη με τους Βενετούς, που ανανεώθηκε το 1321, σύμφωνα με την οποία ο Don Alfonsus διατηρούσε υπό την εξουσία του την Κάρυστο. Η επίσημη κυριαρχία της Βενετίας επεκτάθηκε προοδευτικά σε ολόκληρη την Εύβοια. Το 1342, η Βενετία αγόρασε το φρούριο των Αρμένων (Larmena) και το 1365 την Κάρυστο. Γύρω στο 1350, στο πλαίσιο του τρίτου Βενετογενουατικού πολέμου, η Χαλκίδα δέχτηκε την επίθεση των Γενουατών, οι οποίοι λεηλάτησαν και πυρπόλησαν την πόλη. Το 1390, με το θάνατο του κληρονόμου του τελευταίου τριτημόριου της Εύβοιας Γεωργίου Γ' Ghisi, το νησί περιήλθε εξολοκλήρου στη Βενετία.