Η δεκαετία του '70 βρήκε την ελληνική κοινωνία να κινείται στο ρυθμό της δικτατορίας των συνταγματαρχών, οι οποίοι επιχειρούσαν, μέσω της έντονα επεκτατικής οικονομικής πολιτικής τους (διαμόρφωση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης), να συγκαλύψουν το ανελεύθερο καθεστώς που είχαν επιβάλει. Χαρακτηριστικό της περιόδου η χωρίς φειδώ χρηματοδότηση ποικίλων οικονομικών δραστηριοτήτων, προκειμένου να εξασφαλιστούν ξένες συνήθως επενδύσεις. Παράλληλα μ' αυτό, η καθιέρωση ενός διεφθαρμένου εξουσιαστικού μοντέλου οικονομικών σχέσεων (χωρίς ανταγωνιστική βάση και έμφαση στην παραγωγικότητα) διαμόρφωσαν εκρηκτικές πληθωριστικές πιέσεις τα πρώτα χρόνια του '70.

Η διεθνής πετρελαϊκή κρίση του 1973 οδηγεί σε γενικευμένη άνοδο των αγαθών και διψήφιο πληθωρισμό, ο οποίος θα καταστεί ενδημικό φαινόμενο στην ελληνική οικονομία για δεκαετίες. Η οξεία ύφεση έπληξε τομείς όπως οι οικοδομές και οι κατασκευές. Το μεταναστευτικό και το τουριστικό συνάλλαγμα -πρόσκαιρα- μειώθηκε και μαζί τους ελαττώθηκαν οι δημόσιες επενδύσεις. Oι τεράστιες δαπάνες σε βαρύ στρατιωτικό εξοπλισμό σήμαιναν ότι οι μεταρρυθμίσεις στην κρατική υποδομή (π.χ. παιδεία, υγεία) θα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα. Οι συνθήκες στο τομέα της εργασίας θα εξελιχτούν ανώμαλα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας με αύξηση της ανεργίας, εκτράχυνση των απεργιακών κινητοποιήσεων κτλ.

Η διεθνής κρίση του 1979 και η συνακόλουθη ύφεση εκτόξευσαν εκ νέου τον πληθωρισμό στα ύψη. Το 1981, έτος αλλαγής του πολιτικού σκηνικού, βρήκε τη χώρα σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, μείωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων και οξεία δημοσιονομικά ελλείμματα. Ο μεγάλος αριθμός ιδιωτικών επιχειρήσεων που είχε περιέλθει στον έλεγχο του κράτους, "οι προβληματικές" όπως ονομάστηκαν, υπονόμευαν οποιαδήποτε προοπτική οικονομικής εξυγίανσης και ανάπτυξης, ενώ τα χρέη από τα εξωτερικά δάνεια ακύρωναν κάθε οικονομικό σχεδιασμό.