Στις 21 Απριλίου του 1967, το κοινοβουλευτικό πολίτευμα καταλύθηκε και οι συνωμότες αξιωματικοί με αρχηγό το συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο επιβλήθηκαν, πλήρως εκμεταλλευόμενοι την απαξία στην οποία είχαν οδηγηθεί οι πολιτικοί θεσμοί, την αποδιάρθρωση του πολιτικού πεδίου, τη δεδομένη συγκυρία αλλά και την αδράνεια του θρόνου. Στοχεύοντας στην άμεση εδραίωσή της η στρατιωτική χούντα επιδίωξε να εξουδετερώσει, συχνά με βίαιο τρόπο, κάθε πιθανή απόπειρα αμφισβήτησής της, από όπου κι αν προερχόταν. Στην κατεύθυνση αυτή εφαρμόστηκαν, από την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος, οργανωμένα σχέδια δίωξης τόσο του συνόλου σχεδόν των πολιτικών προσωπικοτήτων όσο και αριστερών, καθώς και άλλων πολιτών γνωστών για τη φιλελεύθερη και δημοκρατική τους δράση.

Στο στράτευμα και σε στελέχη του δημόσιου τομέα (παιδεία, δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη), έγιναν εκκαθαρίσεις και απολύσεις, προκειμένου να επιτευχθεί η επιζητούμενη συμμόρφωση με το ιδεολογικό συνονθύλευμα που οι δικτάτορες αποκάλεσαν "αρχές του καθεστώτος". Η μεταχείριση αυτών που θεωρήθηκαν πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος συμπεριλάμβανε φυλακίσεις, εκτοπίσεις σε ξερονήσια αλλά και βασανιστήρια που έφταναν στη φυσική εξόντωση δημοκρατικών πολιτών.

Μια σειρά διαδοχικών "κυβερνητικών" σχημάτων, που συγκροτήθηκαν τον πρώτο καιρό μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, δεν μπορούσε να αποκρύψει την πραγματική δομή της εξουσίας, η οποία ενσαρκωνόταν κυρίως στο πρόσωπο του Γ. Παπαδόπουλου και της στενής ομάδας που τον στήριζε. Παρά τη λογοκρισία και τη φίμωση κάθε αμφισβήτησης προς τους πραξικοπηματίες, πραγματοποιήθηκαν ποικίλες ενέργειες αντίστασης στο εσωτερικό της χώρας. Επιπρόσθετα, οι έντονες διαμαρτυρίες σε χώρες κυρίως της δυτικής Ευρώπης, από μέρους εξόριστων δημοκρατικών πολιτών, κινητοποίησαν διεθνές ρεύμα αντίδρασης στη χούντα, που κορυφώθηκε με την αποπομπή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης (1969).