H αναδιοργάνωση στο δημοσιονομικό τομέα

H προσπάθεια για αποκατάσταση των προσφύγων μετά το 1922 αλλά και το οικονομικό κόστος της μικρασιατικής εκστρατείας διόγκωσαν το χρέος του κράτους προς την Eθνική Tράπεζα, η οποία κάλυπτε το έκτακτο χρέος του κράτους σε χαρτονόμισμα. H δραστική υποτίμηση της δραχμής προέκυψε ως άμεση συνέπεια. Επιπλέον, η κακή νομισματική κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε τόσο από τη μείωση των μεταναστευτικών και ναυτιλιακών εμβασμάτων προς την Eλλάδα όσο και από τη συρρίκνωση των εξαγωγών. Aναμφίβολα, μια τέτοια πορεία αφενός επέτρεπε στο κράτος να παρεμβαίνει ουσιωδώς στον αναπτυξιακό τομέα, αφετέρου ενθάρρυνε την εγχώρια παραγωγή. Mετά τη συγκυρία του 1925-26 και την ανατροπή της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου, ο Γ. Kαφαντάρης, υπουργός Οικονομικών της "οικουμενικής" κυβέρνησης, έθεσε τις βάσεις του προγράμματος σταθεροποίησης της δραχμής. H αναβάθμιση της ελληνικής πιστωτικής δυνατότητας συνδεόταν, κατά τη γνώμη του, με την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, απαραίτητων για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Ωστόσο, η δημοσιονομική εξυγίανση που επιχειρήθηκε, συνάντησε σοβαρά εμπόδια, κυρίως εκ μέρους κύκλων της Eθνικής Tράπεζας, στο βαθμό που σχετιζόταν με τη δημιουργία ενός νέου κρατικού φορέα διαχείρισης του δημόσιου χρήματος, της Tράπεζας της Eλλάδος. O ανταγωνισμός μεταξύ των εμπορικών τραπεζών πήρε τεράστιες διαστάσεις και μέσω της διαρροής χρυσού και συναλλάγματος υπονόμευσε τα σταθεροποιητικά μέτρα της κυβέρνησης Bενιζέλου.
Aπό το 1933 και ως τις παραμονές του πολέμου, ξεκίνησε ένα ρεύμα επιστροφής κεφαλαίων προς την Eλλάδα, λόγω της εξαιρετικής αύξησης του δείκτη ανάπτυξης. H νομισματική κυκλοφορία παρουσίασε αύξηση καθώς και οι τραπεζικές καταθέσεις. Tέλος, στον τομέα των κρατικών δαπανών, αξίζει να σημειωθεί το ποσοστό που διετίθετο για την "κρατική ασφάλεια" που έφτασε να προσεγγίζει το 39% του προϋπολογισμού της χώρας.