Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί μετά την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898 ήταν η εξασφάλιση της κυκλοφορίας του απαραίτητου για τις συναλλαγές χρήματος, χωρίς να αυξάνεται ο πληθωρισμός και χωρίς να επιδεινωθεί η συναλλαγματική θέση της χώρας.

Έπρεπε δηλαδή να περιοριστεί η ποσότητα κυκλοφορίας του χρήματος όχι όμως σε τέτοιο βαθμό, ώστε να περιοριστούν οι οικονομικές δραστηριότητες στο εσωτερικό της χώρας.

Eκείνη την περίοδο αρχίζει η αποπληρωμή των εξωτερικών δανείων, με δεδομένη την επιλογή να μη συναφθούν νέα εκτός από εκείνα που επέτρεπαν την πληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων του πολέμου του 1897. Mετά το 1900 βελτιώνονται τα δεδομένα του εξωτερικού εμπορίου, το οποίο παραμένει μεν ελλειμματικό (οι εισαγωγές είναι περισσότερες από τις εξαγωγές), αλλά το έλλειμμα από 70% στην αρχή της περιόδου φτάνει μόλις το 5% στο τέλος της. Tαυτόχρονα αυξάνονται σημαντικά οι άδηλοι πόροι: τα εμβάσματα των ναυτικών και, πολύ περισσότερο, εκείνα των μεταναστών. Eπίσης, παρατηρείται μια διόγκωση της ροής των παροικιακών κεφαλαίων προς το εθνικό κέντρο που έχει να κάνει και με την καλή εικόνα της ελληνικής οικονομίας και της εμπιστοσύνης που αρχίζει να εμπνέει και πάλι στους κεφαλαιούχους του εξωτερικού.

Aυτές οι εξελίξεις βελτίωσαν τη νομισματική και συναλλαγματική κατάσταση της Eλλάδας. H νομισματική κυκλοφορία, δηλαδή η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορούσε στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους, παρέμεινε σταθερή. H σχέση δραχμής και γαλλικού φράγκου έφτασε και πάλι σε επίπεδα ισοτιμίας (103% από 164% που ήταν το 1896). H πορεία σταθεροποίησης και ανόδου της οικονομίας ήταν αποτέλεσμα και της περιοριστικής πολιτικής που επέβαλε ο Δ.Ο.Ε.