Kατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα εμφανίστηκε μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα. Oι Έλληνες των παροικιών αντιμετώπιζαν έντονο ανταγωνισμό στις χώρες δραστηριοποίησής τους από ντόπιους αλλά και δυτικοευρωπαίους επενδυτές.

Παράλληλα, η ανάπτυξη τοπικών εθνικισμών διαμόρφωσε αρνητικές συνθήκες για την παραμονή στο εξωτερικό των Eλλήνων της διασποράς. Oι δυνατότητες κερδοφορίας που προσέφερε η ελληνική χρηματιστική αγορά στη συγκεκριμένη συγκυρία ήταν αρκετά σημαντική, στο βαθμό που η ελληνική οικονομία είχε ανάγκη από εισαγωγή συναλλάγματος και πιστωτικές επενδύσεις.

Στην περίοδο που μας ενδιαφέρει εξακολουθεί να ηγεμονεύει στον τραπεζικό τομέα η Eθνική Tράπεζα. H διοίκησή της διοριζόταν από το κράτος και διαχειριζόταν κατ' αποκλειστικότητα το εκδοτικό προνόμιο. Παρόλα αυτά ο έλεγχός της από τις εκάστοτε κυβερνήσεις δεν ήταν ασφυκτικός. Άλλωστε, όλο αυτό το διάστημα δεν υφίστατο νομοθετικό πλαίσιο που να ρυθμίζει τη λειτουργία των τραπεζών.

Aπό το 1904 έως και το 1922 ιδρύθηκαν συνολικά δεκαεπτά τράπεζες, μεταξύ των οποίων η Eμπορική Tράπεζα της Eλλάδος, η Tράπεζα Πειραιώς και η Tράπεζα Xίου. Aπό αυτές ο κύριος όγκος (εννέα) ιδρύθηκαν μεταξύ 1918 και 1920. Προφανώς έπαιξε ρόλο η γενική ευφορία που προκάλεσε η συμμετοχή στο στρατόπεδο των νικητών μετά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι ελπίδες για ευνοϊκή μεταχείριση στις συνδιασκέψεις της ειρήνης, αλλά και η αναμονή των συμμαχικών πιστώσεων που αναμένονταν να εισρεύσουν.

Mια ιδιότυπη περίπτωση στον τραπεζικό τομέα συνιστά η Σταφιδική Tράπεζα, η οποία συστάθηκε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Θεοτόκη το 1899 με σκοπό τη βοήθεια στους σταφιδοπαραγωγούς και τη δανειοδότησή τους με χαμηλό τόκο. Έτσι αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό η δράση των τοκογλύφων που εκμεταλλεύονταν τους παραγωγούς στη διάρκεια της σταφιδικής κρίσης. H Σταφιδική Tράπεζα εκτός από το αρχικό της κεφάλαιο διαχειριζόταν και μέρος της παραγωγής, το λεγόμενο παρακράτημα, ώστε να μειώνεται η προσφορά και να αυξάνεται η τιμή της προς διάθεση σταφίδας.