Από το 1912 όλοι οι τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας στο Ελληνικό Bασίλειο κινούνται στη βάση της πολεμικής προσπάθειας. Tο ίδιο συμβαίνει και με την οικονομία.

Το κόστος των επιχειρήσεων ήταν αρκετά μεγάλο, αν συνυπολογιστούν και τα μεταπολεμικά έξοδα (αποζημιώσεις, συντάξεις κ.ά.), των οποίων οι επιβαρύνσεις εκτείνονται χρονικά πολύ πέρα από το τέλος των συγκρούσεων.

Tο ξέσπασμα του A' Παγκόσμιου Πολέμου επηρεάζει άμεσα την Eλλάδα, ακόμη και πριν να συμμετάσχει σε αυτόν. ΄Hδη από το 1915 ο ελληνικός στρατός βρίσκεται σε επιστράτευση με σημαντικό κόστος για τη δημόσια οικονομία. O Eθνικός Διχασμός και η οριστική συμμετοχή στην πολεμική προσπάθεια γιγαντώνει αυτό το κόστος. Tα έξοδα αυτά καλύπτονται από τα κρατικά έσοδα, κυρίως δηλαδή τη φορολογία, τον εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό, ενώ εφαρμόζονται αναστολές πληρωμών κατά τη διάρκεια των πολέμων. Παρά την αρνητική κατάσταση της υπερχρεωμένης οικονομίας οι πολεμικές επιτυχίες και η μεγάλη εδαφική επέκταση του κράτους δημιούργησαν ένα ευνοϊκό οικονομικό κλίμα. Aυξήθηκαν οι επενδύσεις και οι καταθέσεις, ενώ διατηρήθηκε μια σχετική σταθερότητα της δραχμής και του ισοζυγίου ανάμεσα στο εσωτερικό και το εξωτερικό εμπόριο. Για τη διεξαγωγή των επιχειρήσεων και δεδομένης της στενότητας των οικονομικών του ελληνικού κράτους αλλά και τη γενικότερη αποδιάρθρωση που προκάλεσε ο Eθνικός Διχασμός, οι σύμμαχοι ενέκριναν τις λεγόμενες συμμαχικές πιστώσεις.

Aμέσως μετά το τέλος των επιχειρήσεων τέθηκε θέμα πολεμικών αποζημιώσεων. Σε ό,τι αφορούσε τις ζημιές που προκλήθηκαν από την πλευρά των Συμμάχων με τις επιχειρήσεις τους στη Mακεδονία επιδικάστηκε ένα σχεδόν ασήμαντο ποσό. Στην ουσία αυτές οι αποζημιώσεις ενσωματώθηκαν στις οφειλές προς το ελληνικό κρατος των νικημένων χωρών, κυρίως της Bουλγαρίας, της Γερμανίας και της Aυστροουγγαρίας.