Οι τρέχουσες οικονομικοκοινωνικές αλλαγές (ανάδειξη και ενίσχυση μεσαίων αστικών στρωμάτων) και οι συνακόλουθες πολιτικές (διεύρυνση της βάσης της πολιτικής συμμετοχής,

βαθμιαία παρακμή των παλαιοκομματικών, ανάδειξη νέων πολιτικών) σήμαιναν και τη σχετική μείωση της πολιτικής ισχύος του θρόνου. Οι νέοι πολιτικοί ήταν λιγότερο υποχωρητικοί απέναντι στο βασιλιά ως προς τη διαχείριση των στρατιωτικών και εξωτερικών υποθέσεων, χώρων που ως τότε η μοναρχία είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

O θρόνος, ταυτισμένος με την παλιά πολιτική ολιγαρχία, με μία δηλαδή μόνο μερίδα του αστικού χώρου, και επιμένοντας να διατηρήσει τον παλιό του ελέγχο πάνω στο κράτος, απεμπόλησε τη δυνατότητα να αναγνωριστεί ως ρυθμιστικός και εξισορροπιστικός παράγοντας ανάμεσα στα κόμματα. Στο εξής, η ελληνική πολιτική ζωή θα χαρακτηριστεί και από καθεστωτική αστάθεια, καθώς βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί θα επιδιώκουν την επίλυση της πολιτικής κρίσης με τη δική τους συνταγματική ρύθμιση υπέρ ή κατά της μοναρχίας.

Αυτή άλλωστε η θεσμική-πολιτειακή κρίση αποτέλεσε και βασική αιτία της ανάληψης εκ μέρους του Στρατού αυτόνομης πολιτικής δράσης την εποχή αυτή.