Στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και τα πρώτα του 20ού, και αφού ολοκληρώνεται η ανανέωση που πρόσφερε στο νεοελληνικό θέατρο το κωμειδύλλιο (αντίστοιχο της ανάπτυξης της ηθογραφίας),

τον τόνο τώρα δίνουν ο νατουραλισμός, η επίδραση του Ίψεν και βέβαια η όλο και μεγαλύτερη καλλιέργεια της δημοτικής στο θεατρικό λόγο.

Δείγματα της νέας θεατρικής γραφής αποτελούν τα έργα του Γιάννη Καμπύση (Το Δαχτυλίδι της μάνας, 1898). Σημαντικό ρόλο στο θέατρο της περιόδου έπαιξε ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος (Tρία Φιλιά, 1908, Ο Κοντορεβυθούλης κ.ά.), ο οποίος συνέβαλε συνολικότερα στην προώθηση των θεατρικών πραγμάτων ειδικά από άποψη σκηνοθεσίας, σκηνογραφίας, υποκριτικής με τη "Νέα Σκηνή" του.

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ασχολήθηκε και με το θέατρο με καλύτερη δημιουργία Το Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας (1904), για να δώσει αργότερα και άλλα έργα λιγότερο όμως δημιουργικά και περισσότερο προσαρμοσμένα στο γούστο του πλατύτερου κοινού. Είναι ο κατεξοχήν εκφραστής του νεοελληνικού θεάτρου, το οποίο τώρα αρχίζει ουσιαστικά, από το 1909, να μορφοποιείται ακολουθώντας ακριβώς την ανάπτυξη της αστικής τάξης.

Πληθωρικότατος στη δραματολογική του παραγωγή, αποκλειστικό τομέα γραφής του, υπήρξε ο Παντελής Χορν, με καλύτερη στιγμή του Το Φιντανάκι, 1921.
Με το θέατρο, μέρος της πολυποίκιλης δραστηριότητάς του, ασχολήθηκε και ο Σπύρος Μελάς (Γιος του Ίσκιου, Το κόκκινο πουκάμισο, Το χαλασμένο σπίτι).

Δημοφιλέστατο θεατρικό είδος στην περίοδο 1897-1922 άμεσα εμπνευσμένο από την εθνική υπόθεση ήταν τα πατριωτικά δράματα.

Μορφολογικά διακρίνονται σε δραματικά ειδύλλια, στα συμβολικά και στις ιστορικές σκηνογραφίες.
Κατά την πρώτη δεκαετία το κύριο πλαίσιο είναι ο αλυτρωτισμός (Mακεδονικό και Kρητικό). Έντονα λαϊκιστικός ο λόγος τους συγκινούσε τις αλυτρωτικές βλέψεις του κοινού, την εποχή ακριβώς που το επίσημο κράτος τηρούσε "άψογον στάσιν" στις σχέσεις του με την Τουρκία.
Στη δεύτερη δεκαετία το ενδιαφέρον του κοινού στρέφεται στην πολεμική επικαιρότητα και στην ουσία τα θέατρα μεταβάλλονται σε χώρους πανηγυρισμού για τις βαλκανικές νίκες. Τώρα ανθούν επίσης οι πολεμικές επιθεωρήσεις, οι λαϊκές κωμωδίες με θέματα από τη στρατιωτική ζωή και η οπερέτα καθιερώνεται περισσότερο με τη χρήση των πολεμικών μοτίβων.
Τα χρόνια του Εθνικού Διχασμού λογοκρίνεται ό,τι αναμοχλεύει τα πολιτικά πάθη και βέβαια παύει να σχολιάζεται η εθνική πολιτική ή να παρουσιάζονται τα ομοιώματα των πολιτικών προσώπων επί σκηνής.
Με την Καταστροφή, που αποτελεί εφαλτήριο αναστοχασμού πάνω στο ζήτημα της Μεγάλης Ιδέας και διαφορετικών αναζητήσεων αναφορικά με το έθνος και την εθνική ολοκλήρωση, σημειώνεται και το τέλος του είδους του πατριωτικού δράματος.
Η κριτική της εποχής υπήρξε γενικά αυστηρή με τα πατριωτικά δράματα επικρίνοντας το λαϊκισμό και την έντονη συνθηματολογία τους, τον εθισμό του κοινού σε ευτελή και αποπροσανατολιστικά θεάματα.
Πατριωτικά δράματα έγραψαν οι Αλ. Γαλανός, Γ. Ασπρέας, Π. Δημητρακόπουλος, Σπ. Περεσιάδης, Γερ. Βώκος, Μ. Λιδωρίκης, Σ. Ποταμιάνος, Ηλ. Βουτιερίδης αλλά και άλλοι πολλοί. Πατριωτικά δράματα ανεβαίνουν κυρίως σε λαϊκά θέατρα αλλά και σε αστικά, τα οποία συνεργάζονται με τους αξιολογότερους συγγραφείς, αναγνωρισμένους ως λογοτέχνες.