Οι σχέσεις του Βυζαντίου με τους Νορμανδούς, τόσο στην Αντιόχεια, όσο και στην Ιταλία καθόρισαν τις επιλογές του Μανουήλ Α' Κομνηνού στην εξωτερική πολιτική, στην οποία ενεπλάκησαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο οι βαλκανικές, δυτικές και ανατολικές ισχυρές δυνάμεις της εποχής. Έντονη διπλωματική δραστηριότητα κυρίως με τη Δύση οδήγησε στη δημιουργία ενός πλέγματος συμμαχιών που άλλαζε κάθε φορά προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία δυνάμεων.
Ο αυτοκράτορας προσπάθησε να συνάψει συμμαχία με τη Γερμανία εναντίον των Νορμανδών. Η προσπάθειά του όμως δεν τελεσφόρησε λόγω της Β' Σταυροφορίας (1147-48), στην οποία πήρε μέρος και ο γερμανός αυτοκράτορας. Μόνο μετά την αποτυχία της σταυροφορίας κατέστη δυνατή η προσέγγιση του Βυζαντίου με τη Γερμανία, αλλά και τη Βενετία εναντίον των Νορμανδών (1148) που στο μεταξύ είχαν εισβάλει στα βυζαντινά εδάφη και είχαν καταλάβει την Κέρκυρα, την Κόρινθο και τη Θήβα (1147). Η συνεργασία με τους Γερμανούς έληξε, όταν ανέβηκε στο γερμανικό θρόνο ο εχθρικός προς το Βυζάντιο Φρειδερίκος Α' (1152-90), ενώ με τους Βενετούς όταν οι Βυζαντινοί ανακατέλαβαν κάποια εδάφη στην Iταλία (1155), απειλώντας έτσι τα βενετικά συμφέροντα.
Eπιτυχία της πολιτικής του Μανουήλ θεωρείται η οριστική υποταγή της λατινικής ηγεμονίας της Αντιόχειας (1159), η επιτυχής επέμβασή του στην Ουγγαρία και η υποταγή του Στέφανου Νεμάνια της Σερβίας (1172). Οι επιτυχίες όμως ήταν προσωρινές, καθώς το κράτος δεν ήταν πλέον σε θέση να διατηρήσει τις θέσεις του. Μια ένδειξη γι' αυτό ήταν και η ήττα από τους Τούρκους του Ικονίου, στο Μυριοκέφαλο το 1176, που σημάδεψε τη μεγαλόπνοη, αλλά ανεδαφική υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες πολιτική του Μανουήλ.