Η βιοτεχνία την περίοδο από το 1081-1204 είναι από τους λίγους τομείς της οικονομίας που ανθούν και ταυτόχρονα μια ένδειξη ότι το οικονομικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται από την πρωτεύουσα προς την ενδοχώρα του Βυζαντίου. Η ανάπτυξη των περιφερειακών πόλεων έχει ως συνέπεια την έντονη δραστηριότητά τους στους τομείς της βιοτεχνίας και των τεχνών: η Κωνσταντινούπολη δεν έχει πια το μονοπώλιο στην παραγωγή αγαθών. Η βιοτεχνική παραγωγή, όπως φαίνεται μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις βυζαντινές πόλεις του τέλους του 11ου και του 12ου αιώνα, φανερώνει ότι το Βυζάντιο δεν ήταν τεχνολογικά καθυστερημένο.
Η παραγωγή κεραμικής αυξήθηκε στα αστικά κέντρα, η τεχνική κατασκευής της βελτιώθηκε όπως και η αισθητική των αγγείων. Ακόμη εμφανίστηκε ένας νέος τύπος κεραμικών σκευών, η "κεραμική του Ζευξίππου", του οποίου η κατασκευή επέτρεπε μαζικότερη παραγωγή.
Η μεταξουργία επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο, τη Θήβα, και ίσως στη Θεσσαλονίκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1147 οι Νορμανδοί απήγαγαν μεταξουργούς από τη Θήβα και την Κόρινθο με σκοπό να εισαγάγουν την τεχνική τους στη Σικελία.
Η οικοδομική τέχνη βελτιώθηκε επίσης πολύ. Η παραγωγή βιβλίων την ίδια εποχή γνώρισε σημαντική ανάπτυξη στα scriptoria των επαρχιακών πόλεων και των μοναστηριών. Μια ιδέα για το μέγεθος της παραγωγής αυτής αποκτά κανείς από τη βιβλιοθήκη ενός κύπριου μοναχού, του Νεόφυτου, ένθερμου συγγραφέα και αντιγραφέα χειρογράφων, η οποία περιλάμβανε 16 τόμους.
Τέλος, η υαλουργία, στην οποία εμφανίστηκαν και νέες τεχνικές, ασκούνταν και στις επαρχίες. Ωστόσο, κάποια είδη πολυτελείας εξακολουθούσαν ακόμη να παράγονται μόνο στην Κωνσταντινούπολη: τέτοια ήταν τα υαλογραφήματα, τα ορειχάλκινα διακοσμητικά έργα, τα ψηφιδωτά για τη διακόσμηση εκκλησιών, τα μικροτεχνήματα από ελεφαντοστό και άλλα.